Τρίτη 14 Ιουνίου 2016

Ο ΠΟΛΕΜΟΣ ΣΤΑ ΝΗΣΙΑ ΦΩΚΛΑΝΤ (1982)

Αrt1775  Τρίτη 14 Ιουνίου 2016

Ο ΠΟΛΕΜΟΣ ΣΤΑ ΝΗΣΙΑ ΦΩΚΛΑΝΤ (1982)

Τα Νησιά Φώκλαντ

Οι Νήσοι Φώκλαντ, (Αγγλικά:Falkland islands) (που ονομάζονται και Μαλβίνας από τους Αργεντινούς) είναι μια συστάδα νήσων περίπου 280 μίλια ανατολικά από το στενό του Μαγγελάνου στον Ατλαντικό, μεταξύ 51° 15΄ και 53° νοτίου πλάτους και 57° 40΄ και 62° δυτικού μήκους με έκταση 12.173 km² και πληθυσμό (κατατάσσεται 230η) 3.140 κατοίκους σύμφωνα με εκτιμήσεις του 2008. Πρωτεύουσα είναι το Στάνλεϋ ή Πορτ Στάνλεϋ (Port Stanley) που βρίσκεται στην Ανατολική Φώκλαντ και είναι η μοναδική πόλη των νήσων.
Η συστάδα αυτή που την αποτελούν η Ανατολική Φώκλαντ (6.682 km²), η Δυτική Φώκλαντ (5.278 km²) και 100 πλέον νησίδες είναι σήμερα Βρετανικό Υπερπόντιο Έδαφος, ενώ η κυριαρχία της αμφισβητείται από την Αργεντινή...

Είναι ιδιαίτερα γνωστά νησιά, γιατί στις 2 Απριλίου 1982 η Αργεντινή προσπάθησε αιφνίδια να τα καταλάβει, συναντώντας τη σθεναρή αντίσταση της Βρετανίας, με αποτέλεσμα την απόσυρση των δυνάμεων της Αργεντινής. Το επεισόδιο που κράτησε δυο μήνες, με πολεμικές επιχειρήσεις αναφέρεται ως Πόλεμος των Φώκλαντ.

Ιστορικά Στοιχεία

Στα νησιά Φώκλαντ έγινε επίσης στις 8 Δεκεμβρίου 1914 κατά τη διάρκεια του Πρώτου Παγκόσμιου Πόλεμου ναυμαχία μεταξύ μοίρας 2 καταδρομικών μάχης και 5 ελαφρών καταδρομικών του Βρετανικού Βασιλικού Ναυτικού και μοίρας 2 θωρηκτών καταδρομικών και 3 ελαφρών του Γερμανικού στόλου που κατέληξε στην εκμηδένιση της τελευταίας. Στις 3 Οκτωβρίου του 1985 τα νησιά απέκτησαν το πρώτο τους Σύνταγμα, το οποίο αναθεωρήθηκε το 1997 και το 1998. Το νέο Σύνταγμα άρχισε να ισχύει την 1η Ιανουαρίου του 2009.

Δημογραφία

Ο πληθυσμός είναι 3.140 κατοίκοι σύμφωνα με εκτιμήσεις του 2008 με ανάπτυξη 0.011% (εκτ. 2009). Από αυτόν το 74% είναι αστικός πληθυσμός. Σύμφωνα με την απογραφή του 2006, το 67.2% είναι Χριστιανοί, το 31.5% δεν δήλωσαν τίποτε και το 1.3% δήλωσαν άλλες θρησκείες.



Πολιτικά

Αρχηγός Κράτους είναι η Ελισάβετ Β΄ του Ηνωμένου Βασιλείου, από το 1952. Κυβερνήτης των νησιών και αρχηγός της κυβέρνησης, από τις 16 Οκτωβρίου του 2010 είναι ο Νάιτζελ Χέιγουντ. Ο Κυβερνήτης διορίζεται από τον Αρχηγό Κράτους. Από την 1η Φεβρουαρίου 2010 στο αξίωμα του Chief Executive είναι ο Κιθ Πάτζετ. Το υπουργικό συμβούλιο ονομάζεται Εκτελεστικό Συμβούλιο (Executive Council)- τρία μέλη εκλέγονται από το Νομοθετικό Συμβούλιο (Legislative Council), υπάρχουν 2 εξ οφίτσιο μέλη (chief executive και Υπουργός Οικονομικών) και ο Κυβερνήτης.

Η Εκτελεστική εξουσία ασκείται από τη Βασίλισσα και ασκείται από τον Κυβερνήτη για λογαριασμό της. Ο Κυβερνήτης είναι επίσης υπεύθυνος για τη διαχείριση της Νότιας Γεωργίας και των Νότιων Σάντουιτς Νήσων, καθώς τα νησιά αυτά δεν έχουν εγγενείς κατοίκους. Η Άμυνα και οι Εξωτερικές Υποθέσεις υπάγονται στην αρμοδιότητα του Ηνωμένου Βασιλείου. Ο σημερινός Κυβερνήτης είναι ο Νάιτζελ Χέιγουντ, ο οποίος ορίστηκε τον Ιούλιο του 2006.

Σύμφωνα με το σύνταγμα, το οποίο τέθηκε σε ισχύ την 1η Ιανουαρίου 2009 (που αντικατέστησε το Σύνταγμα του 1985), υπάρχει ένα Εκτελεστικό Συμβούλιο και μια νομοθετική συνέλευση των Νήσων Φώκλαντ. Το Εκτελεστικό Συμβούλιο, το οποίο συμβουλεύει τον Κυβερνήτη, είναι επίσης υπό την προεδρία του Κυβερνήτη. Αποτελείται από τον Επικεφαλής της Εκτελεστικής Εξουσίας, τον υφυπουργό Οικονομικών και τριών νομοθετικών συμβούλων, οι οποίοι εκλέγονται από τους άλλους νομοθετικούς σύμβουλους.

Νομοθετική Εξουσία

Η νομοθετική εξουσία ασκείται από το Νομοθετικό Συμβούλιο, το οποίο απαρτίζεται από 10 έδρες. Εκ των μελών τα 2 είναι ex officio και 8 εκλέγονται με λαϊκή ψηφοφορία και υπηρετούν τετραετή θητεία. Οι τελευταίες βουλευτικές εκλογές διεξήχθησαν στις 17 Νοεμβρίου του 2005 και εξελέγησαν 8 ανεξάρτητοι. Οι επόμενες εκλογές αναμένονται να διεξαχθούν το Νοέμβριο του 2009.



Ο Πολέμος στα Φώκλαντ (1982)

Στις αρχές της δεκαετίας του 1980 την Αργεντινή κυβερνούσε η στρατιωτική Χούντα του στρατηγού Λεοπόλντο Γκαλτιέρι. Το στρατιωτικό καθεστώς αντιμετώπιζε οξύτατη κοινωνική αναταραχή, εξαιτίας της οικονομικής κατάστασης που συνεχώς χειροτέρευε, τη διαφθορά και τις παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Η Χούντα βρήκε τη διέξοδο να φουντώσει το εθνικό συναίσθημα με μία στρατιωτική επιχείρηση στα Φώκλαντ.

Σύμφωνα με κάποιους, ο αντικειμενικός σκοπός των στρατιωτικών ήταν μία συμβολική κατάληψη των Φώκλαντ, που θα επισήμανε στη διεθνή κοινότητα τα δικαιώματά της στα νησιά. Οι πολυετείς συνομιλίες Βρετανίας - Αργεντινής στα πλαίσια του ΟΗΕ δεν είχαν επιλύσει το πρόβλημα των Φώκλαντ, αλλά ούτε και απέτρεψαν την ανάληψη επιθετικής ενεργείας υπό της Αργεντινής όταν εκείνη θεώρησε ότι η κατάσταση της το επέτρεπε. Ομοίως, αγνοήθηκε από την Αργεντινή το σχετικό ψήφισμα του ΟΗΕ για αποχώρηση των δυνάμεων εισβολής.

Στην περίπτωση των Φώκλαντ, ο ΟΗΕ απέτυχε να συμβάλει στη διατήρηση της ειρήνης παρά το γεγονός ότι θιγόμενη ήταν μια από τις πιο ισχυρές χώρες στην παγκόσμια σκηνή. Υπάρχουν όμως κάποιοι άλλοι που υποστηρίζουν ότι η στρατιωτική ηγεσία της Αργεντινής απετόλμησε την εισβολή ακριβώς επειδή εκτίμησε πως «η Βρετανία δεν σκόπευε να πολεμήσει για τις Μαλβίνες».

Η λανθασμένη αυτή εκτίμηση της Αργεντινής βασίστηκε σε πολιτικές δηλώσεις και ενέργειες της Βρετανίας που προηγήθηκαν της κρίσης και οι οποίες συνεχίστηκαν ακόμη και όταν η κρίση των Φώκλαντ είχε αρχίσει σε πολιτικό επίπεδο, με σημαντικότερες τις στρατιωτικές περικοπές, αποσύρσεις και μειώσεις ιδίως στο πολεμικό ναυτικό και την πολεμική της βιομηχανία.

Οι περικοπές στις ένοπλες δυνάμεις της Βρετανίας αν και δεν αντιστοιχούσαν σε αλλαγή πολιτικής ή προθέσεων αναφορικά με την εξασφάλιση των εθνικών της συμφερόντων, έδωσαν στην Αργεντινή λανθασμένο μήνυμα με αποτέλεσμα να την ωθήσουν να εκμεταλλευθεί την κατάσταση προς όφελός της.




Ο Πόλεμος των Φώκλαντ ξεκίνησε στις 2 Απριλίου 1982 και ολοκληρώθηκε στις 14 Ιουνίου του ίδιου χρόνου. Αντίπαλοι, η Μεγάλη Βρετανία, που κατείχε τα νησιά Φώκλαντ, Νότια Γεωργία και Νότια Σάντουιτς και η Αργεντινή, που τα διεκδικούσε τουλάχιστον από το 1833. Τα Φόκλαντς -Μαλβίνας για τους Αργεντινούς- βρίσκονται στα ανοιχτά της Αργεντινής και αποτελούν ένα σύμπλεγμα νησιών, με 3.000 κατοίκους.

Αφορμή για το ξέσπασμα του πολέμου υπήρξε η εμφάνιση 50 αργεντίνων εμπόρων σιδηρομεταλλευμάτων στα νησιά της Νότιας Γεωργίας στις 19 Μαρτίου 1982. Δημιούργησαν μία πρόχειρη εγκατάσταση και ύψωσαν τη σημαία της Αργεντινής, χωρίς να θεωρήσουν τα διαβατήριά τους. Η ενέργεια αυτή θεωρήθηκε εχθρική πράξη από τη Μεγάλη Βρετανία, η οποία έξι μέρες αργότερα έστειλε το περιπολικό σκάφος «Endurance» για να απομακρύνει τους ανεπιθύμητους επισκέπτες. Εμποδίστηκε, όμως, από την κορβέτα «Guerrico» του πολεμικού ναυτικού της Αργεντινής.

Στις 2 Απριλίου 1982 ο στρατηγός Γκαλτιέρι δίνει το πράσινο φως για την εκτέλεση της επιχείρησης. Δύο μέρες αργότερα, οι στρατιωτικές δυνάμεις της Αργεντινής εισβάλλουν και καταλαμβάνουν τα νησιά, τα οποία υπερασπίζονταν μικρή βρετανική φρουρά υπό τον ταγματάρχη Νόρμαν. Οι Βρετανοί αιφνιδιάστηκαν καθώς δεν πίστευαν ότι οι Αργεντίνοι θα πραγματοποιούσαν το εγχείρημά τους αλλά η τότε πρωθυπουργός Μάργκαρετ Θάτσερ έδωσε εντολή στους στρατιωτικούς να συγκροτήσουν ένα εκστρατευτικό σώμα και να ανακαταλάβουν τα νησιά πάση θυσία.

Η πολιτική βούληση ήταν ταυτισμένη με το κοινό αίσθημα, αφού κάθε Βρετανός δεν περίμενε άλλη αντίδραση από την Κυβέρνηση, πέραν της αποκαταστάσεως της κυριαρχίας στα Φώκλαντ. Επικεφαλής της βρετανικής αρμάδας τέθηκαν τα αεροπλανοφόρα «Αήττητος» και «Ερμής» με τον υποναύαρχο Γούντγουορντ να έχει το γενικό πρόσταγμα.

Το γενικό επιτελείο της Αργεντινής, μετά την αποφασιστική στάση της Βρετανίας, αλλάζει στρατηγική και αντί της συμβολικής κατάληψης επιλέγει τη διατήρηση των νησιών. Όμως, η επιχείρηση ήταν άσχημα σχεδιασμένη και η φρουρά στα Φώκλαντ σχετικά μικρή. Είναι φανερό ότι η ηγεσία της Αργεντινής δεν περίμενε την ανάληψη δράσης από τους Βρετανούς.





Σε διπλωματικό επίπεδο, το Συμβούλιο Ασφαλείας καλεί την Αργεντινή να αποσύρει τις δυνάμεις της από τα Φώκλαντ. Οι ΗΠΑ αντιμετωπίζουν τεράστιο δίλημμα, καθώς και οι δύο εμπόλεμες χώρες είναι σύμμαχοί τους. Η στάση των ΗΠΑ φαίνεται ότι αρχικά παρερμηνεύθηκε από την Αργεντινή η οποία θεώρησε ότι θα είχε την ανοχή αν όχι την ευνοϊκή αντιμετώπισή τους. Το Υπουργικό Συμβούλιο διχάζεται και ο πρόεδρος Ρίγκαν απορεί με την επιμονή τους να υπερασπιστούν «κάτι παγωμένα βράχια εκεί κάτω».

Τελικά, οι Αμερικανοί συντάσσονται με τη Μεγάλη Βρετανία, όπως και οι χώρες της Δυτικής Ευρώπης. Η ΕΟΚ επιδεικνύει ομόφωνα αλληλεγγύη προς τη Βρετανία όχι μόνο πολιτικά και διπλωματικά, αλλά και με συγκεκριμένες ενέργειες που διευκόλυναν τις στρατιωτικές επιχειρήσεις των Βρετανών και δυσχέραναν τις αντίστοιχες των Αργεντίνων.

Ο ρόλος της Γαλλίας είναι σημαντικός, καθώς αποτελεί τον κύριο προμηθευτή του στρατιωτικού υλικού της Αργεντινής. Από τη Λατινική Αμερική, οι περισσότερες χώρες εκφράζουν την υποστήριξή τους στην Αργεντινή, με εξαίρεση τη Χιλή του στρατηγού Αουγκούστο Πινοσέτ (Augusto Pinochet), που έχει συνοριακές διαφορές μαζί της στην Παταγωνία.

Η βρετανική αντεπίθεση ξεκινά στις 25 Απριλίου με την ανακατάληψη της Νότιας Γεωργίας από 75 κομάντος. Την 1η Μαΐου ξεκινά επιχείρηση για την ανακατάληψη των Φώκλαντ με βομβαρδισμό του αεροδρομίου της πρωτεύουσας Στάνλεϊ. Η μάχη μεταφέρεται σε αέρα και θάλασσα. Οι Αργεντινοί χάνουν στις 2 Μαΐου το καταδρομικό «Στρατηγός Μπελγκράνο», που βυθίζεται από το υποβρύχιο «Conqueror». 323 άνδρες χάνουν τη ζωή τους, που αντιπροσωπεύουν τις μισές απώλειες της Αργεντινής σε έμψυχο δυναμικό. Οι Αργεντινοί απαντούν δύο μέρες αργότερα με τη βύθιση του πολεμικού «Sheffield» από τους γαλλικούς πυραύλους αέρος - επιφανείας τύπου «Εξοσέτ».

Η πολεμική αναμέτρηση φθάνει στο αποκορύφωμά της στις 21 Μαΐου, όταν οι Βρετανοί πραγματοποιούν αμφίβια επιχείρηση για την ανακατάληψη των νησιών με τη συμμετοχή 4.000 ανδρών, που στην πορεία του χρόνου θα ενισχυθούν με άλλους 5.000. Στις 14 Ιουνίου 1982, οι Βρετανοί εισέρχονται θριαμβευτικά στην πρωτεύουσα Στάνλεϊ. Η φρουρά των νησιών παραδίδεται και 9.800 Αργεντινοί αιχμαλωτίζονται. Η Γηραιά Αλβιόνα είναι η νικήτρια του πολέμου μετά από 74 μέρες μαχών σε θάλασσα, αέρα και ξηρά.



Οι απώλειες σε έμψυχο δυναμικό δεν ήταν ιδιαίτερα μεγάλες για τους δύο αντιπάλους, ώστε ο «Πόλεμος των Φώκλαντ» να καταγραφεί ως μία από τις μεγάλες συγκρούσεις του 20ου αιώνα. Οι Βρετανοί έχασαν 255 άνδρες και είχαν 746 τραυματίες, ενώ οι Αργεντινοί 649 νεκρούς και 1068 τραυματίες. 11.313 αργεντίνοι στρατιώτες αιχμαλωτίσθηκαν έναντι ενός μόνο βρετανού. Η επιχείρηση ανακατάληψης των Φώκλαντ στοίχισε στη Μεγάλη Βρετανία 1,6 δισεκατομμύρια λίρες, ενώ οι απώλειες σε άψυχο υλικό ανήλθαν σε 6 πλοία, 10 με σοβαρές ζημιές και 34 αεροσκάφη.

Η ύπαρξη των καθέτου προσαπονηώσεως μαχητικών Harrier ήταν ίσως (όπως και η ύπαρξη των υποβρυχίων) ο πλέον καθοριστικός παράγοντας των στρατιωτικών επιχειρήσεων, αφού οι εξαιρετικά δυσμενείς καιρικές συνθήκες είναι βέβαιο ότι θα επηρέαζαν τις επιχειρήσεις των αεροπλανοφόρων με άλλου τύπου αεροσκάφη.

Σε πολιτικό επίπεδο, η ήττα των Αργεντινών διόγκωσε τη λαϊκή δυσαρέσκεια και προκάλεσε την κατάρρευση της Χούντας. Ένα χρόνο μετά, η Δημοκρατία επανήλθε στη χώρα του τάνγκο. Στο Ηνωμένο Βασίλειο, το εθνικό συναίσθημα τονώθηκε και αναβίωσαν τα μεγαλεία του αυτοκρατορικού παρελθόντος αφού η στρατιωτική επιχείρηση ήταν η μεγαλύτερη από τα τέλη του Β' Παγκοσμίου Πολέμου. Την κατάσταση εκμεταλλεύτηκε η Μάργκαρετ Θάτσερ, κερδίζοντας άνετα την επανεκλογή της το 1983.

Τα Απόρρητα Αρχεία του Φόρεϊν Όφις για τον Πόλεμο

Η απόβαση των δυνάμεων της Αργεντινής στα νησιά Φώκλαντ ή Μαλβίνες στο νότιο Ατλαντικό έπιασε εξαπίνης την τότε πρωθυπουργό της Βρετανίας Μάργκαρετ Θάτσερ, όπως προκύπτει από αποχαρακτηρισθέντα απόρρητα αρχεία του Φόρεϊν Όφις για το 1982.
Η απόβαση των δυνάμεων της Αργεντινής στα νησιά Φώκλαντ ή Μαλβίνες στο νότιο Ατλαντικό έπιασε εξαπίνης την τότε πρωθυπουργό της Βρετανίας Μάργκαρετ Θάτσερ, όπως προκύπτει από αποχαρακτηρισθέντα απόρρητα αρχεία του Φόρεϊν Όφις για το 1982.



Η κα. Θάτσερ ενημερώθηκε από τις υπηρεσίες πληροφοριών ότι μια απόβαση ήταν πολύ πιθανή μόλις δύο ημέρες πριν την πραγματοποίησή της. Τα έγγραφα αποκαλύπτουν επίσης την ανησυχία της «σιδηράς κυρίας» για την επιχείρηση ανακατάληψης των νησιών και την εξέταση από πλευράς της, κατόπιν και πιέσεων από τον πρόεδρο Ρέιγκαν σε τηλεφωνική συνομιλία, της πιθανότητας να διαπραγματευτεί μία διπλωματική λύση που θα επέτρεπε τη μόνιμη παρουσία της Αργεντινής στα νησιά.

Στο φως της δημοσιότητας έρχεται για πρώτη φορά και η κεκλεισμένων των θυρών κατάθεση της Μάργκαρετ Θάτσερ τον Οκτώβριο του 1982 στην Επιτροπή Εξέτασης για τα Νησιά Φώκλαντ, λίγους μήνες μετά το τέλος του πολέμου. «Δεν περίμενα ποτέ μα ποτέ να εισβάλλουν απευθείας οι Αργεντινοί στα Φώκλαντ. Ήταν τόσο ανόητη κίνηση, όπως εξελίχθηκαν τα γεγονότα, τόσο ανόητο πράγμα μόνο και να σκεφτεί κανείς να κάνει», είχε πει η κα. Θάτσερ.

Τα αρχεία του Φόρεϊν Όφις δείχνουν ότι περίπου μία εβδομάδα πριν από το ξέσπασμα του πολέμου των Φώκλαντ στις 2 Απριλίου, αξιωματούχοι του βρετανικού υπουργείου Άμυνας είχαν παρουσιάσει στην πρωθυπουργό σχέδιο αποτροπής μιας ενδεχόμενης εισβολής των Αργεντινών. Στην προφορική κατάθεσή της στην επιτροπή η κα. Θάτσερ τόνισε ότι ακόμα και μετά την παρουσίαση του σχεδίου από το υπουργείο Άμυνας δε θεωρούσε πιθανή μια στρατιωτική εμπλοκή στα νησιά. Την ίδια άποψη συμμεριζόταν και ο τότε υπουργός Εξωτερικών, λόρδος Κάρινγκτον.

Τα αρχεία αποκαλύπτουν πάντως ότι ήδη από το 1977 οι βρετανικές υπηρεσίες πληροφοριών εκτιμούσαν πως αν οι συνομιλίες με το Μπουένος Άιρες για το καθεστώς των Φώκλαντ δεν κατέληγαν σε αποτέλεσμα, η ανάληψη στρατιωτικής δράσης από την Αργεντινή ήταν πιθανή. Τότε μάλιστα το Λονδίνο είχε στείλει κρυφά στην περιοχή ένα υποβρύχιο και δύο φρεγάτες, αλλά γενικά η βρετανική ναυτική παρουσία στο νότιο Ατλαντικό την πενταετία πριν το 1982 δεν ήταν εμφανής.

Επίσης αποκαλύπτεται ότι ο πρέσβης του Ηνωμένου Βασιλείου στο Μπουένος Άιρες την εποχή εκείνη θεωρούσε ότι οι προειδοποιήσεις του προς το Λονδίνο αγνοούνταν. Η απόβαση των δυνάμεων της Αργεντινής στα Φώκλαντ έγινε στις 2 Απριλίου 1982 και η ανακατάληψη από τις βρετανικές δυνάμεις ολοκληρώθηκε στις 14 Ιουνίου. Κατά τις μάχες 255 Βρετανοί και περίπου 650 Αργεντινοί στρατιώτες, καθώς και τρεις κάτοικοι σκοτώθηκαν.




Υπόλοιπα Έγγραφα

Στους φακέλους με τα αποχαρακτηρισθέντα έγγραφα περιλαμβάνονται επίσης αναφορές στην επιμονή της Μάργκαρετ Θάτσερ να πληρώσει από την τσέπη της περίπου 2.000 λίρες για τις έρευνες εντοπισμού του γιου της Μαρκ, ο οποίος αγνοείτο επί έξι ημέρες στην έρημο Σαχάρα τον Ιανουάριο του 1982, ενώ συμμετείχε στο ράλι Παρίσι-Ντακάρ. Η πρωθυπουργός τόνιζε ότι δεν ήθελε να κατηγορηθεί πως δαπανά δημόσιο χρήμα για τον εντοπισμό του γιου της, ο οποίος βρέθηκε τελικά από το στρατό της Αλγερίας.

Στο φως έρχονται επίσης οι συχνές επαφές της Μάργκαρετ Θάτσερ με τον τότε δημοφιλέστατο παρουσιαστή του ραδιοφώνου και της τηλεόρασης του BBC, Τζίμι Σάβιλ, για τον οποίο οι αποκαλύψεις περί παιδεραστίας έχουν λάβει μορφή χιονοστιβάδας σήμερα, ένα χρόνο μετά το θάνατό του.

Ο Σάβιλ είχε συναντηθεί και είχε γράψει πολλές φορές στην πρωθυπουργό ζητώντας οικονομική ενίσχυση για το νοσοκομείο Στόουκ Μάντεβιλ όπου προσέφερε εθελοντική εργασία. Κατάφερε τελικά να εξασφαλίσει κονδύλι μισού εκατομμυρίου λιρών. Πρόσφατες αποκαλύψεις αναφέρουν ότι ο Σάβιλ κακοποιούσε σεξουαλικά ανηλίκους ακόμα και στο συγκεκριμένο νοσοκομείο.

Αποχαρακτηρισθέντα έγγραφα από την Ντάουνινγκ Στριτ δείχνουν εξάλλου ότι η Μάργκαρετ Θάτσερ και η κυβέρνησή της εξέταζαν ακόμα πιο δραστικές αλλαγές και περικοπές στο κράτος πρόνοιας, που περιελάμβαναν στην ουσία και το τέλος της δημόσιας Εθνικής Υπηρεσίας Υγείας (NHS), όπως επισήμαναν σύμβουλοι της κυβέρνησης σε ειδική συνάντηση του υπουργικού συμβουλίου. Οι αντιδράσεις προκάλεσαν τη δημόσια δέσμευση της Θάτσερ ότι το NHS θα μένει άθικτο και ασφαλές υπό τους Συντηρητικούς, δέσμευση που έχει εν πολλοίς τηρηθεί από όλες τις μετέπειτα κυβερνήσεις.

Σημειώνεται επίσης η κόντρα μεταξύ των κατά τα άλλα στενών φίλων Μάργκαρετ Θάτσερ και Ρόναλντ Ρέιγκαν μετά την απόφαση της Ουάσινγκτον το 1982 να επιβάλει αυστηρότερες εμπορικές κυρώσεις στη Σοβιετική Ένωση με αφορμή την επιβολή στρατιωτικού νόμου στην Πολωνία το Δεκέμβριο του ’81. Η κα. Θάτσερ κατηγόρησε τον Αμερικανό πρόεδρο για υποκρισία, διαμαρτυρόμενη για το πλήγμα στα βρετανικά συμφέροντα που αφορούσαν σε αγωγό αερίου στη δυτική Σιβηρία.



Ο Ακήρυχτος Πόλεμος στα Φόκλαντ

Ηταν ο πόλεμος των Φόκλαντ ένα ριψοκίνδυνο νεο-αποικιακό εγχείρημα, μια αριστοτεχνική αξιοποίηση του εθνικισμού για εγχώρια πολιτική κατανάλωση από ένα στυγνό δικτατορικό καθεστώς, μια απελπισμένη προσπάθεια της κυβέρνησης Θάτσερ να ενισχύσει τη φθίνουσα δημοτικότητά της μέσω της αναζωπύρωσης του βρετανικού εθνικισμού ή μια δικαιολογημένη ναυτική επιχείρηση για την αποκατάσταση της βρετανικής εθνικής κυριαρχίας;

Αν και ο ακήρυχτος πόλεμος των 74 ημερών στα Φόκλαντ συνεχίζει να προβληματίζει τους ιστορικούς ως προς τον χαρακτηρισμό του και παρότι τα πεδία των μαχών στα αφιλόξενα νησιά του Νότιου Ατλαντικού έχουν προ πολλού καλυφθεί από βρύα, φιλοξενώντας τους ειρηνικούς κατοίκους τους (πιγκουίνους και γλάρους), οι πληγές παραμένουν ανοιχτές σε Βρετανία και Αργεντινή.

Την Τετάρτη, η κυβέρνηση της Αργεντινής ανακοίνωνε την πρόθεσή της να ακυρώσει συμφωνία με το Λονδίνο για από κοινού εξερεύνηση για υποθαλάσσια πετρελαϊκά κοιτάσματα ανοικτά των Νήσων Φόκλαντ. Εκπρόσωπος του βρετανικού υπουργείου Εξωτερικών χαρακτήρισε την απόφαση του Μπουένος Αϊρες «βήμα προς τα πίσω, που δεν θα βοηθήσει καθόλου την Αργεντινή και τις κυριαρχικές της διεκδικήσεις στην περιοχή».

Μια ημέρα νωρίτερα, ο Βρετανός πρωθυπουργός Τόνι Μπλερ, σε συνέντευξή του στον ιστορικό Σάιμον Σάμα που δημοσιεύθηκε στην ιστοσελίδα της «Ντάουνινγκ Στριτ», δήλωνε ότι η απόφαση για αποστολή εκστρατευτικής δύναμης απαίτησε «πολιτική τόλμη» και αποτελούσε «σωστή πράξη, καθώς διακυβεύονταν θεμελιώδεις αξίες».

Νέα Στοιχεία

Η ιστορική έρευνα αποκάλυψε, στο μεταξύ, πολλά επιμέρους στοιχεία της σύγκρουσης, τα οποία αγνοούσαν εξαιτίας της ασφυκτικής λογοκρισίας που επιβλήθηκε από την κυβέρνηση Θάτσερ κατά τη διάρκεια των πολεμικών επιχειρήσεων, αλλά και για πολλά χρόνια αργότερα. Η επίσημη εκδοχή του 1982 εμφανίζει τη Βρετανία να εκστρατεύει με στόχο την ανακατάληψη των νήσων, έχοντας εξασφαλίσει τη σιωπηλή -αλλά σταθερή- υποστήριξη της Ουάσιγκτον, αντιμέτωποι με τη γαλλική διπροσωπία.



Τα Bρετανικά στρατεύματα, σύμφωνα με την επίσημη «γραμμή» των Τόρις της εποχής, εξασφάλισαν εκπληκτική στρατιωτική νίκη, απέναντι σε έναν αντίπαλο με αποσαθρωμένο ηθικό. Στην εικοστή επέτειο του πολέμου, το 2002, η αυτοβιογραφία του τότε υπουργού Αμυνας, σερ Τζον Νοτ, αλλά και η βαρυσήμαντη συνέντευξη του επικεφαλής της εκστρατευτικής δύναμης, ναυάρχου Σάντι Γούντγουορντ, έριξαν πολύ διαφορετικό φως στα γεγονότα.

O Ρόναλντ Ρέιγκαν δεν συστρατεύθηκε με τους Βρετανούς, όπως ακουγόταν το 1982, επιλέγοντας αντίθετα αμφίρροπη και συστηματικά αναξιόπιστη στάση, σύμφωνα με τον σερ Τζον. Στο μεταξύ, η Γαλλία του Φρανσουά Μιτεράν, αποδεικνύεται ότι παρείχε στους Βρετανούς ανεκτίμητης στρατηγικής αξίας τεχνικές λεπτομέρειες για τους πυραύλους Exocet, τους οποίους είχε πουλήσει στους Αργεντινούς.

Ο ναύαρχος Γούντγουορντ αποκάλυψε το 2002 ότι οι επίγειες μάχες και οι ναυμαχίες στον Νότιο Ατλαντικό ήταν πολύ πιο αμφίρροπες από ό,τι νομίζαμε μέχρι τότε. «Βρισκόμασταν σε κρίσιμη κατάσταση», είπε ο απόστρατος πλέον ναύαρχος. Αν οι Αργεντινοί κατάφερναν να αντισταθούν για μία ακόμη εβδομάδα, θα είχαν επικρατήσει πάνω στα εξαντλημένα και ελλιπώς ανεφοδιαζόμενα βρετανικά στρατεύματα.

Η «Σιδηρά Κυρία»
Η προσπάθεια του τοτε δικτάτορα της Αργεντινής, στρατηγού Γκαλτιέρι, να παραμείνει στην εξουσία απέτυχε με τον χειρότερο τρόπο. Αντίθετα, η αναβίωση του βρετανικού σοβινισμού, στην οποία βασίστηκε η Θάτσερ, της άνοιξε τον δρόμο για την επανεκλογή της. Η κ. Θάτσερ εδραίωσε το παρατσούκλι της «Σιδηράς Κυρίας» μετά τα Φόκλαντ, προκαλώντας τον θαυμασμό του υπουργικού της συμβουλίου, χάρη στην αποφασιστικότητα και την επιχειρησιακή της τόλμη. Ο σερ Μπερνάρ Ινγκαμ, εκπρόσωπος Τύπου της Ντάουνινγκ Στριτ την εποχή της πρωθυπουργίας Θάτσερ, λέει: «Η πρώτη της αντίδραση ήταν:

Πρέπει να τους διώξουμε από τα Φόκλαντ. Οι Αργεντινοί, αλλά και το υπουργικό συμβούλιο στο Λονδίνο, υποτίμησαν την αποφασιστικότητα της πρωθυπουργού. Επρόκειτο για μεγάλο σφάλμα. Είχε μεγαλύτερο θάρρος από τους περισσότερους επιτελείς της». Ανάλογη άποψη προωθεί -όπως ήταν αναμενόμενο- και η ίδια η κ. Θάτσερ στα απομνημονεύματά της: «Γνωρίζαμε τι πρέπει να πράξουμε και το κάναμε. Η Μ. Βρετανία είναι και πάλι Μεγάλη. Η σημασία του πολέμου στα Φόκλαντ ήταν τεράστια, για την αυτοπεποίθηση της Βρετανίας, αλλά και για το διεθνές μας κύρος».


Βρετανία και Αργεντινή είναι πια δύο πολύ διαφορετικές κοινωνίες, από εκείνες που συγκρούσθηκαν το 1982. Οι ψυχολογικές κυρίως πληγές του πολέμου δεν έχουν επουλωθεί. Σύμφωνα με στοιχεία των ιατρικών υπηρεσιών του στρατού της Αργεντινής, πάνω από 350 Αργεντινοί βετεράνοι του πολέμου έχουν αυτοκτονήσει, παρά τις προσπάθειες της κεντροαριστερής κυβέρνησης του προέδρου Νέστορ Κίρχνερ για ψυχολογική στήριξη των βετεράνων, μετά την εκλογή του το 2003.

Ιδιαίτερα εύστοχα έθετε το θέμα ο Guardian στο κύριο άρθρο του της 16ης Ιουνίου 1982, δύο ημέρες μετά την άνευ όρων παράδοση της αργεντινής φρουράς του Πορτ Στάνλεϊ: «Ο “παράγων Φόκλαντ” θα εξασθενήσει σύντομα στη βρετανική πολιτική σκηνή, καθώς η ανάμνηση της κρίσης θα υποχωρεί από τη μνήμη και τη συνείδηση των ψηφοφόρων, ενώ η ανεργία και ο πληθωρισμός θα καταλάβουν και πάλι την πρωτοκαθεδρία στις ανησυχίες των Βρετανών. Το πνεύμα εθνικισμού, που κορυφώθηκε τις προηγούμενες 70 ημέρες, θα αποδειχθεί σίγουρα πολύ πιο μακρόβιο από τον ήχο των κανονιών, που σίγησαν πια».

Η Πρώτη Επίσκεψη Βρετανού Πρωθυπουργού στην Αργεντινή Μετά τη Λήξη του Πολέμου
Σύντομη, αλλά ιστορική, ήταν η επίσκεψη την Τετάρτη του Τόνι Μπλερ στην Αργεντινή, την πρώτη Βρετανού πρωθυπουργού μετά τον πόλεμο. Κατά τη διάρκεια των επαφών του δεν έθιξε το ζήτημα της κυριαρχίας των νησιών, αλλά εξέφρασε την υποστήριξή του στις προσπάθειες της Αργεντινής να ξεπεράσει τη σοβαρή οικονομική κρίση. «Ιστορική» χαρακτήρισε ο πρόεδρος της Αργεντινής, Φερνάντο ντε λα Ρούα, την πρώτη επίσκεψη Bρετανού πρωθυπουργού στην Αργεντινή, στη διάρκεια της συνάντησης που είχαν οι δύο πολιτικοί στην πόλη του Πουέρτο Ιγκουαζού, στα σύνορα με τη Βραζιλία, το 2001.

Το Λονδίνο και το Μπουένος Aϊρες είχαν συμφωνήσει να μη συζητηθεί κατά τη συνάντηση των δύο πολιτικών το ζήτημα της κυριαρχίας των Νήσων Φώκλαντ. Ωστόσο, την ώρα που περνούσε τα σύνορα προς την Αργεντινή, ο Τόνι Μπλερ ήλθε αντιμέτωπος με μια μεγάλη πινακίδα όπου αναγραφόταν: «Las Malvinas son Argentinas» (Οι Μαλβίνες ανήκουν στην Αργεντινή).

Σε κοινή συνέντευξη Τύπου που παραχώρησαν κατά τη λήξη της επίσκεψής του ανέφερε ότι δεν έχει τίποτε «χρήσιμο να προσθέσει» για το θέμα αυτό, το οποίο θεωρεί πλέον παρελθόν. «Ό,τι συνέβη στο παρελθόν είναι παρελθόν. Η Αργεντινή ήταν τότε δικτατορία. Σήμερα είναι δημοκρατία» δήλωσε, προσθέτοντας ότι τώρα είναι σημαντικό για τη Βρετανία να κοιτάξει το μέλλον και να αναπτύξει καλές εργασιακές σχέσεις με τον πρώην εχθρό της.





Το Ζήτημα των Φώκλαντ 28 Χρόνια Αργότερα

Περίπου 30 χρόνια μετά τον πόλεμο των 10 εβδομάδων νέα διένεξη έχει ξεσπάσει μεταξύ των δύο χωρών με αφορμή αυτή τη φορά το πετρέλαιο. Η Αργεντινή ζήτησε από το Γραμματέα των Ηνωμένων Εθνών Μπαν Κι-Μουν να φέρει το Ηνωμένο Βασίλειο σε συνομιλίες για την κυριαρχία των Νήσων Φώκλαντ.

Ο υπουργός Εξωτερικών της Αργεντινής Χόρχε Ταϊάνα ζήτησε από τον Μπαν Κι-Μουν να βοηθήσει ώστε να σταματήσουν οι "περαιτέρω μονομερείς κινήσεις " από το Ηνωμένο Βασίλειο που άρχισε γεωτρήσεις πετρελαίου στα ανοικτά των νήσων Φώκλαντ. Η κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου αναφέρει ότι έχει "νόμιμο δικαίωμα" να αναπτύξει βιομηχανία πετρελαίου στα ύδατά των νήσων. Οι υποψίες για κοιτάσματα πετρελαίου στο Αρχιπέλαγος των Φώκλαντ έγιναν η αφορμή για την αναζωπύρωση της διαμάχης των δύο πλευρών.

Αφορμή για τη νέα αντιπαράθεση αποτελεί η αποστολή από τη βρετανική εταιρεία Desire Ρetroleum στη θαλάσσια περιοχή ανοικτά των Φώκλαντ της πλωτής πλατφόρμας εξόρυξης πετρελαίου "Οcean Guardian". Η εταιρεία σκοπεύει να ξεκινήσει άμεσα τις εξορύξεις γύρω από τα Φώκλαντ, για πρώτη φορά μετά το 1998, όταν άλλες εταιρείες όπως η Dutch Shell Ρlc. σταμάτησαν γιατί δεν βρήκαν όσο πετρέλαιο ήλπιζαν.

Αλλες εταιρείες, όπως η ΒΗΡ Βilliton Ltd., με έδρα τη Μελβούρνη, και η λονδρέζικη Falkland Οil & Gas Ltd., σχεδιάζουν επίσης να ξεκινήσουν εξορύξεις στην περιοχή. Η κυβέρνηση της Αργεντινής διακηρύσσει ότι έχει τον έλεγχο της ναυσιπλοΐας μεταξύ της ακτογραμμής της και των νησιών Φώκλαντ, κάτι που απορρίπτει το Ηνωμένο Βασίλειο.

Το Φόρεϊν Οφις απέρριψε ανακοινωθέν της προέδρου της Αργεντινής Κριστίνα Φερνάντες ότι τα πλοία που θα πλέουν από την ηπειρωτική Νότια Αμερική προς τα Φώκλαντ θα χρειάζονται άδεια των Αρχών της χώρας της για να φτάσουν σε αυτά. "Η Βρετανία εξουσιάζει αυτά τα κύματα" διακήρυξαν οι Βρετανοί υπουργοί υπενθυμίζοντας το 1982.



Συμπεράσματα

ΣΤΟ ΠΟΛΙΤΙΚΟΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΟ ΠΕΔΙΟ

α. Οι πολυετείς συνομιλίες Βρετανίας - Αργεντινής στα πλαίσια του ΟΗΕ δεν επέλυσαν το πρόβλημα των Φώκλαντ, αλλά ούτε και απέτρεψαν την ανάληψη επιθετικής ενεργείας υπό της Αργεντινής όταν εκείνη θεώρησε ότι η κατάσταση της το επέτρεπε. Ομοίως, αγνοήθηκε από την Αργεντινή το σχετικό ψήφισμα του ΟΗΕ για αποχώρηση των δυνάμεων εισβολής. Στην περίπτωση των Φώκλαντ, ο ΟΗΕ απέτυχε παντελώς να συμβάλει στη διατήρηση της ειρήνης παρά το γεγονός ότι θιγόμενη ήταν μια από τις ισχυρότερες χώρες παγκοσμίως.

β. Η άποψη ότι η υπό τον Galtieri στρατιωτική ηγεσία αποφάσισε την εισβολή «για εσωτερική κατανάλωση» της ευρισκόμενης τότε υπό δικτατορικό καθεστώς Αργεντινής, δεν υπήρξε πειστική. Αντίθετα, η άποψη ότι η ηγεσία της Αργεντινής απετόλμησε την εισβολή επειδή εκτίμησε πως «η Βρετανία δεν σκόπευε να πολεμήσει για τις Μαλβίνες» στοιχειοθετείται επαρκώς.

Η λανθασμένη αυτή εκτίμηση της Αργεντινής βασίστηκε σε πολιτικές δηλώσεις και ενέργειες της Βρετανίας που προηγήθηκαν της κρίσεως και οι οποίες συνεχίστηκαν ακόμη και όταν η κρίση των Φώκλαντ είχε αρχίσει σε πολιτικό επίπεδο, με σημαντικότερες τις στρατιωτικές περικοπές, αποσύρσεις και μειώσεις ιδίως στο ναυτικό και την πολεμική της βιομηχανία.

Οι περικοπές στις ένοπλες δυνάμεις της Βρετανίας αν και δεν αντιστοιχούσαν σε αλλαγή πολιτικής ή προθέσεων αναφορικά με την εξασφάλιση των εθνικών της συμφερόντων, έδωσαν στην Αργεντινή λανθασμένο μήνυμα με αποτέλεσμα να την ωθήσουν να εκμεταλλευθεί την κατάσταση προς όφελός της. Ως εκ τούτου, η δημιουργία της κρίσεως θα μπορούσε να αποδοθεί εν μέρει και στη ίδια τη Βρετανία η οποία έσπευσε από μόνη της να μειώσει την αποτρεπτική της ικανότητα και η οποία ουδέποτε είχε εγκαταστήσει υπολογίσιμη «αποτρεπτικά» δύναμη στο συγκρότημα των Φώκλαντ.

γ. Σημαντικός παράγων στην όλη εξέλιξη και τελική έκβαση του πολέμου ήταν η πρόωρη (από πλευράς Αργεντινής) έναρξη των επιχειρήσεων κατόπιν αυθαιρέτων ενεργειών ιδιώτου επιχειρηματία σε απομακρυσμένη μικρόνησο του συγκροτήματος των Φώκλαντ. Ο εν λόγω επιχειρηματίας (Αργεντινός ελληνικής καταγωγής!!!) μετέβη προς εκτέλεση συμβολαίου διάλυσης παλαιών πλοίων και εγκαταστάσεων και μαζί με το προσωπικό του μετέφερε μικρό στρατιωτικό άγημα το οποίο ανήρτησε τη σημαία της Αργεντινής.


Οι πολιτικές και διπλωματικές εξελίξεις υπήρξαν εν συνεχεία ραγδαίες και η Αργεντινή οδηγήθηκε σε στρατιωτικές ενέργειες εν μέσω Ανοίξεως, δίδοντας τον χρόνο στους Βρετανούς να αντιδράσουν τους επόμενους μήνες και πριν την έλευση του Χειμώνος, ο οποίος θα καθιστούσε το περιβάλλον απαγορευτικό για επιχειρήσεις. Ολιγόμηνη μετάθεση των αργεντίνικων σχεδίων θα υποχρέωνε πιθανότατα τους Βρετανούς να ενεργήσουν την Άνοιξη του επομένου έτους, ενδεχομένως υπό δυσμενέστερες επιχειρησιακές συνθήκες.
δ. Η τότε ΕΟΚ επέδειξε ομόφωνη αλληλεγγύη προς τη Βρετανία όχι μόνο πολιτικά και διπλωματικά, αλλά και με συγκεκριμένες ενέργειες από συγκεκριμένες χώρες (πχ Γαλλία) που διευκόλυναν αυτές καθ'αυτές τις στρατιωτικές επιχειρήσεις των Βρετανών και δυσχέραναν τις αντίστοιχες των Αργεντίνων. Ως εκ τούτου θα μπορούσε κανείς να θεωρήσει ότι λειτούργησε τότε αυτό που στη συνέχεια ονομάστηκε ΚΕΠΠΑ.

ε. Η στάση των ΗΠΑ φαίνεται ότι αρχικά παρερμηνεύθηκε από την Αργεντινή η οποία θεώρησε ότι θα είχε την ανοχή αν όχι την ευνοϊκή αντιμετώπιση τους σε σχέση με την κατάληψη των Φώκλαντ. Οπωσδήποτε η στάση των ΗΠΑ δεν ήταν άλλη από διακριτική παροχή στρατιωτικών διευκολύνσεων και συμβολή στις βρετανικές στρατιωτικές επιχειρήσεις.

ΣΤΟ ΠΟΛΙΤΙΚΟΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΟ ΠΕΔΙΟ

α. Η αντίδραση της Βρετανίας χαρακτηρίστηκε από αποφασιστικότητα και ταχύτητα γεγονός που, παρά τις πολύ μεγάλες δυσκολίες και αντιξοότητες που παρουσίαζε η επιχείρηση, υπήρξε καθοριστικό για την τελική έκβαση του πολέμου. Ειδικότερα, σημειώνονται τα ακόλουθα χαρακτηριστικά σημεία:




(1) Υπήρξε ξεκάθαρη πολιτική βούληση για την αντιμετώπιση της εισβολής που εκδηλώθηκε άμεσα και αποφασιστικά με τον καθορισμό της αποστολής στις Ένοπλες Δυνάμεις: Να ανακαταλάβουν τα νησιά.

(2) Η πολιτική απόφαση εστηρίχθη στην ανάλογη αποφασιστικότητα και ετοιμότητα των Ενόπλων Δυνάμεων. Η στρατιωτική Ηγεσία εδήλωσε στην πολιτική ότι ήταν δυνατό να ετοιμασθεί και να αποπλεύσει Δύναμη Επιχειρήσεων (Task Force) εντός 48 ωρών.

(3) Η πολιτική βούληση ήταν ταυτισμένη με το κοινό αίσθημα, αφού κάθε Βρετανός δεν περίμενε άλλη αντίδραση από την Κυβέρνηση, πέραν της αποκαταστάσεως της κυριαρχίας στα Φώκλαντ.

(4) Το ηθικό λαού και Ενόπλων Δυνάμεων ήταν σε υψηλό επίπεδο. Όταν ο λαός περιμένει ότι οι Ένοπλες Δυνάμεις θα προασπίσουν τα εθνικά κυριαρχικά δικαιώματα, γι'αυτές δεν υπάρχει άλλη λύση παρά μόνο η νίκη.

β. Οι προαναφερθείσες διαβεβαιώσεις είχαν μεν δοθεί στην πολιτική ηγεσία, αλλά οι αντικειμενικές δυσκολίες που υπήρχαν σε σχέση με την υλοποίηση της επιχειρήσεως με τα διατιθέμενα μέσα ήσαν τόσο μεγάλες και οι αρχικές εκτιμήσεις τόσο δυσοίωνες που μόνο χάρη στο υψηλό τους ηθικό, την σκληρή και υψηλού επιπέδου εκπαίδευση, τον επαγγελματισμό και εν τέλει την αυτοθυσία που επέδειξαν κατάφεραν οι Βρετανικές Ε.Δ. να φέρουν σε πέρας την αποστολή τους. Εν τέλει δε, οι Βετεράνοι παραδέχθηκαν ότι «στάθηκαν τυχεροί» διότι οι Αργεντίνοι παραδόθηκαν την ώρα που τους είχαν απομείνει (στους Βρετανούς) μόνο 2 ημερών πυρομαχικά (με την παρατήρηση ότι «η τύχη βοηθάει τους τολμηρούς»).




ΣΤΟ ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΟ ΠΕΔΙΟ ΕΤΟΙΜΟΤΗΤΑ - ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ - ΗΘΙΚΟ

Η υψηλή επαγγελματική κατάρτιση και εκπαίδευση των Βρετανικών στελεχών η οποία συνεχίστηκε και εντάθηκε με κάθε τρόπο και με τη μεγαλύτερη δυνατή διακλαδική συνεκπαίδευση κατά τη φάση της μετακινήσεως των δυνάμεων προς την περιοχή των επιχειρήσεων, υπήρξε καθοριστικός παράγων σε όλα τα πεδία της αναμέτρησης.

Ενδεικτικά αναφέρονται οι επιτυχίες των σκληρότατα εκπαιδευμένων Βρετανικών ειδικών δυνάμεων SBS-SAS, των αλεξιπτωτιστών και των πεζοναυτών οι οποίοι διασχίζοντας πεζή και βαρυφορτωμένοι μεγάλες αποστάσεις σε δύσβατες περιοχές κατάφεραν να αιφνιδιάσουν τον αντίπαλο και να καταγάγουν απρόσμενες νίκες.

Από την πλευρά της η Αργεντινή παρέταξε χερσαία στρατεύματα από νεαρούς άπειρους κληρωτούς και με ελλειπή λόγω μονοετούς θητείας, εκπαίδευση. Παρά τον αρχικό τους ενθουσιασμό τα Αργεντίνικα στρατεύματα δεν επέδειξαν ενιαίο μαχητικό πνεύμα. Στις περισσότερες περιπτώσεις εμάχοντο με πείσμα και αυτοθυσία, αλλά σε κάποιες άλλες, έχασαν το ηθικό τους και παρεδόθησαν χωρίς να έχουν εξαντλήσει κάθε αντίσταση.

Σε ότι αφορά στο Αργεντίνικο ναυτικό δεν είναι εύκολο να γίνουν οι σχετικές εκτιμήσεις επειδή οι Βρετανοί με την απόκτηση του θαλασσίου ελέγχου και εν μέρει της αεροπορικής υπεροχής, κατέστησαν την συμμετοχή του στις επιχειρήσεις πενιχρή. Ιδίως δε, μετά τη βύθιση του καταδρομικού Μπελγκράνο, το ναυτικό παρέμεινε στα Αργεντίνικα ύδατα.

Δύο στοιχεία πάντως που αναδεικνύουν την ποιοτική διαφορά στην ετοιμότητα και επιχειρησιακή ικανότητα των δύο ναυτικών, είναι ότι ενώ οι Βρετανοί πραγματοποίησαν μέσα σε ελάχιστες ημέρες μετασκευές και διάφορες άλλες εργασίες στα αεροπλανοφόρα και σε διάφορα εμπορικά πλοία προκειμένου να εκτελούν τις αποστολές που τους ανετέθησαν.



Οι Αργεντίνοι δεν κατάφεραν να κάνουν αντίστοιχες εργασίες στο δικό τους αεροπλανοφόρο με αποτέλεσμα να έχει μειωμένη επιχειρησιακή αξία αφού δεν επιχειρούσαν από αυτό πολύτιμα μαχητικά όπως τα super etendard. Το δεύτερο στοιχείο αφορά στο Μπελγκράνο η γρήγορη βύθισή του οποίου οφείλετο μεταξύ άλλων και στη μη λήψη της απαιτούμενης κατάστασης στεγανότητος.

Οι μονάδες του Αργεντίνικου ναυτικού που θα μπορούσαν να επιτύχουν καίρια πλήγματα στους Βρετανούς, δηλαδή τα Υ/Β, δεν απέδωσαν τα αναμενόμενα. Η εξουδετέρωση από Βρετανικά Ε/Π του Υ/Β Σάντα Φε οφείλεται μάλλον στις αποφάσεις των ανωτέρων του (η αποστολή που του ανετέθη ήταν να αποβιβάσει στρατιωτικό τμήμα αντί να έχει σαν προτεραιότητα να προσβάλει βρετανικά πλοία).

Η υποψία υπάρξεως άλλου Αργεντίνικου Υ/Β (του Σαν Λουίς) απασχόλησε τα Βρετανικά αντιτορπιλικά και ανθυποβρυχιακά ελικόπτερα αμέτρητες ημέρες και ώρες και τα ανάγκασε να καταναλώσουν τεράστιες ποσότητες ανθυποβρυχιακών όπλων σε ψευδοεπαφές. Παρά ταύτα το Σαν Λουίς κατάφερε να διεισδύσει, όμως οι τορπιλικές επιθέσεις του κατά Βρετανικών πλοίων απέτυχαν (εικάζεται ένεκα ανθρωπίνων λαθών), γεγονός που παραπέμπει στην εκπαίδευση και τον επαγγελματισμό των χειριστών του.

Η Βρετανική αεροπορία πέτυχε να αναχαιτίσει την Αργεντίνικη (κέρδισε σχεδόν όλες τις αερομαχίες), να αποκτήσει την αεροπορική υπεροχή τοπικά και χρονικά όταν χρειαζόταν, είχε μικρές απώλειες, και υπεστήριξε κατά τον καλλίτερο δυνατό τρόπο τις ναυτικές και χερσαίες επιχειρήσεις.

Η Αργεντίνικη αεροπορία έδρασε κάτω από πολύ δύσκολες συνθήκες λόγω οριακής εμβελείας αφού τα μαχητικά με τις καλλίτερες δυνατότητες (πχ με έξυπνα όπλα), επιχειρούσαν από την ηπειρωτική Αργεντινή. Παρά ταύτα, επέφερε σοβαρότατες απώλειες στη Βρετανική ναυτική δύναμη και επ'ολίγο εφάνη ότι θα μπορούσε από μόνη της να ανατρέψει την κατάσταση υπέρ της Αργεντινής. Οι Αργεντίνοι πιλότοι επέδειξαν αποφασιστικότητα, προσαρμογή στο δυσμενές επιχειρησιακά περιβάλλον και αυτοθυσία.



Παρά τις επιτυχίες τους, οι πιλότοι της Αργεντινής υστερούσαν σε χειρισμούς κατά τις αερομαχίες, αλλά και στις αφέσεις των όπλων παρατηρήθηκε σε αρκετές περιπτώσεις ότι είτε αυτά δεν εύρισκαν στόχο, είτε αν εύρισκαν, δεν εκρήγνυντο. Ως εκ τούτου και στον αεροπορικό πόλεμο καταγράφεται ποιοτική διαφορά μεταξύ των αντιπάλων.

Στα πλαίσια του ηλεκτρονικού πολέμου και των αμοιβαίων παρεμβολών, έγινε με βρετανικό φλέγμα αναφορά υπό ενός εκ των βετεράνων περιστατικού βολής αντιμέτρων από Φ/Γ που έθεσε σε κίνδυνο τη ζωή του Βρετανού Πρίγκηπα που προσνήωνε εκείνη τη στιγμή το Ε/Π του. Η αναφορά κατέδειξε την επίδραση που είχε στο ηθικό του Βρετανικού στρατεύματος, η συμμετοχή του συγκεκριμένου ιπταμένου αξιωματικού του ναυτικού, υιού της Βασίλισσας, στην πρώτη γραμμή της μάχης μαζί με τους κοινούς θνητούς.

ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΙΑΚΗ ΣΧΕΔΙΑΣΗ

Όπως συνέβη άπειρες φορές στο παρελθόν, αυτός ο πόλεμος κερδήθηκε από τη λεγόμενη λογιστική υποστήριξη, διοικητική μέριμνα, επιμελητεία, η εφοδιασμό (Logistics). Η σχεδίαση των βρετανικών επιχειρήσεων διακρίνεται για την μεταξύ άλλων επιτυχή εκμετάλλευση δύο παραγόντων (πέραν του παράγοντος χρόνος/ταχύτητα) που επέδρασαν αποφασιστικά στον εφοδιασμό των μαχομένων: Των Βρετανικών πυρηνικών Υποβρυχίων και των δυνατοτήτων της εμπορικής ναυτιλίας.

Με την άμεση ανακοίνωση της εγκατάστασης περί τα Φώκλαντ ζώνης αποκλεισμού φυλασσομένης κατ'αρχήν από πυρηνικά Υ/Β, επετεύχθη από πολύ ενωρίς η αποκοπή της από θαλάσσης ενίσχυσης και εφοδιασμού των Αργεντίνικων στρατευμάτων. Οι Αργεντίνοι μη γνωρίζοντας ότι για το πρώτο τουλάχιστον διάστημα οι Βρετανοί μπλόφαραν (τα Υ/Β δεν είχαν ακόμη φθάσει στην περιοχή) και φοβούμενοι πιθανή καταβύθιση των πλοίων τους, συνέχισαν τη μεταφορά στρατευμάτων, όπλων, πυρομαχικών και εφοδίων με αερομεταφορές, ενώ πολλά βαρέα όπλα ουδέποτε έφθασαν από την Αργεντινή στα Φώκλαντ.

Φυσικά όταν μετά από μερικές εβδομάδες κατέφθασε και ο Βρετανικός στόλος επιφανείας, ο ανεφοδιασμός των Αργεντινών στα Φώκλαντ από θαλάσσης, απεκόπη μέχρι το τέλος του πολέμου.
Αντίθετα, παρά την ιλιγγιώδη απόσταση, ο εφοδιασμός των Βρετανικών δυνάμεων επετεύχθη με μια πραγματικά αξιοθαύμαστη χρησιμοποίηση θαλασσίων και εναερίων μέσων μεταξύ των οποίων πλοία του εμπορικού ναυτικού, κρουαζιερόπλοια και άλλα, μη εξαιρουμένων και αεροσκαφών ανεφοδιασμού από τα οποία ανεφοδιάζοντο πολλαπλώς εν πτήσει τα βομβαρδιστικά της ΠΑ που επιχειρούσαν από την νήσο Ασουνσιόν.



ΔΙΕΞΑΓΩΓΗ ΤΩΝ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ
α. Όσο και αν κάποιοι υποστηρίζουν ότι ο Γκαλτιέρι δεν το χρησιμοποιούσε επειδή δεν είχε εμπιστοσύνη στο Ναυτικό αλλά μόνο στο Στρατό ξηράς που τον στήριζε, το Αργεντίνικο ναυτικό ανέκρουσε πρύμναν μόνο μετά τη βύθιση του Κ/Δ Μπελγκράνο.

Η βύθιση του ισχυροτέρου πλοίου της Αργεντινής έγινε από πυρηνικό Υ/Β με συμβατική τορπίλη και αφού προς τούτο έγινε σε υψηλότατο επίπεδο τροποποίηση των ΕΚΕ ώστε το Υ/Β να επιτεθεί εκτός ζώνης αποκλεισμού όπου το Μπελγκράνο κυκλοφορούσε μάλλον αμέριμνο, με όλες τις στεγανές θυρίδες ανοικτές. Στον σύγχρονο πόλεμο, είναι προφανές ότι ο η αναγγελία διαφόρων ζωνών, περιοχών κλπ που προβλέπονται ή και δεν προβλέπονται από το διεθνές δίκαιο έχει τόση αξία, όση ισχύ ή αδυναμία έχει ο καθορίσας την περιοχή (Ας μη λησμονούμε ότι και οι Αργεντίνοι κήρυξαν άμεσα την ίδια περιοχή απαγορευμένη).

Το «καίριο και αποφασιστικό πλήγμα» που προβλέπουν τα εγχειρίδια επετεύχθη έστω και με την μη τήρηση όλων των κανόνων της ιπποσύνης και «έβγαλε εκτός» το Αργεντίνικο Ναυτικό.

β. Η διατήρηση των υψηλής αξίας Βρετανικών αεροπλανοφόρων 100 νμ ανατολικά των Φώκλαντ ώστε να είναι εκτός εμβελείας της Αργεντίνικης ΠΑ, ενώ χλευάστηκε επαρκώς από τους πιλότους των Harrier (ένας εκ των Βετεράνων ανέφερε το ανέκδοτο που κυκλοφορούσε, ότι «από εδώ μάλλον είναι πιο εύκολο να ανακαταλάβουμε την Ινδία») απεδείχθη η σοφότερη των ενεργειών, αφού έτσι απέφυγε ο Ναύαρχος Γούντγουορντ να δεχθεί εκείνος ένα «καίριο και αποφασιστικό πλήγμα».

γ. Η ύπαρξη των καθέτου προσαπονηώσεως μαχητικών Harrier ήταν ίσως (όπως και η ύπαρξη των Υ/Β), ο πλέον καθοριστικός παράγων των επιχειρήσεων, αφού οι εξαιρετικά δυσμενείς καιρικές συνθήκες είναι βέβαιον ότι θα επηρέαζαν τις επιχειρήσεις των αεροπλανοφόρων με άλλου τύπου Α/Φ.

δ. Η επιλογή από τον Γούντγουορντ της ακτής αποβάσεως αν και από πολλούς εδέχθη κριτική (λόγω των μειονεκτημάτων που παρουσίαζε σε σχέση με πιθανές αεροπορικές και από θαλάσσης προσβολές), είναι βέβαιον ότι προσέφερε το πλεονέκτημα της απουσίας χερσαίων δυνάμεων της Αργεντινής που ενδεχομένως θα ήταν σε θέση να αμυνθούν της ακτής και να εμποδίσουν την όπως απεδείχθη γρήγορη και άνετη εγκατάσταση του προγεφυρώματος.



Θα μπορούσε κανείς να αναφέρει και αμέτρητα άλλα πολύτιμα συμπεράσματα που προέκυψαν από τις τοποθετήσεις και την πραγματικά ενδιαφέρουσα συζήτηση που επακολούθησε, αρχίζοντας από το πολύ σοβαρό θέμα της βυθίσεως των φρεγατών από Κ/Β και τη συναφή ανάλυση των συνθηκών και ενεργειών Η/Ν πολέμου και ελέγχου βλαβών και να φθάσει μέχρι τις σχετικές εξελίξεις στη σχεδίαση και τον εξοπλισμό των πλοίων, με βάση αυτά τα συμπεράσματα, όπως τις παρουσίασε ο ειδικός της Vosper Thornycroft.

Τα Sea Harrier Κατά τον Πόλεμο των Φώκλαντ

Όπως συμβαίνει σε κάθε σύρραξη, ο πόλεμος των Φώκλαντ ανέδειξε νέους και εν πολλοίς άγνωστους μέχρι τότε «αστέρες», μεταξύ των οποίων εξέχουσα θέση κατείχε το αεροσκάφος Sea Harrier του Βρετανικού Βασιλικού Ναυτικού. Διαθέτοντας μερικούς από τους καλύτερα εκπαιδευμένους πιλότους του κόσμου, τα αεροπλάνα αυτά σημείωσαν ένα εκπληκτικό σκορ 25-0 στις αερομαχίες και προστάτευσαν αποτελεσματικά τη βρετανική αρμάδα, παρά την αριθμητική τους κατωτερότητα και την απουσία εντυπωσιακών επιδόσεων.

Νωρίς το πρωί της 2ας Απριλίου 1982 το στρατιωτικό καθεστώς της Αργεντινής, υπό τον στρατηγό

Λεοπόλντο Φορτουνάτο Γκαλτιέρι, αποτόλμησε αυτό το οποίο φοβόταν επί χρόνια το Λονδίνο. Από το 1833, οπότε μοίρα του Βρετανικού Βασιλικού Ναυτικού αποβιβάστηκε στα νησιά Φώκλαντ του νότιου Ατλαντικού, η Αργεντινή διατύπωνε σε όλους τους τόνους τις αντιρρήσεις της γι’ αυτή την κατοχή, επιμένοντας να αποκαλεί τα νησιά Μαλβίνες και να υποστηρίζει ότι αποτελούσαν τμήμα της δικής της επικράτειας.

Χρειάστηκε να περάσουν 150 χρόνια έως ότου η Αργεντινή μετατρέψει τη ρητορική της σε συγκεκριμένες πράξεις, αποβιβάζοντας 2.500 στρατιώτες στα νησιά και διακηρύσσοντας ότι το ζήτημα της κυριότητας επί αυτών είχε λήξει. Παραμερίζοντας τις διπλωματικές διεργασίες που είχαν αρχίσει το 1965 υπό την αιγίδα του ΟΗΕ η δικτατορική κυβέρνηση της Αργεντινής, η οποία βρισκόταν στην εξουσία από το 1976.

Πίστεψε ότι είχε βρει έναν ανέξοδο τρόπο να στρέψει το ενδιαφέρον του λαού μακριά από τη ζοφερή οικονομική και πολιτική κατάσταση της χώρας, συσπειρώνοντάς τον γύρω από ένα εθνικό θέμα και κερδίζοντας μια εύκολη διεθνή νίκη. Την επομένη της κατάληψης των Φώκλαντ όπου συνελήφθησαν 80 περίπου Βρετανοί πεζοναύτες έπειτα από τρίωρη αντίσταση, οι Αργεντινοί κατέλαβαν επίσης τη νήσο Νότια Γεωργία.







Η αντίδραση της διεθνούς κοινότητας σε αυτή την εξέλιξη ήταν μάλλον υποτονική και περιορίστηκε
στην έκδοση της Απόφασης 502 του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ, η οποία ζητούσε την άμεση
αοχώρηση των Αργεντινών από τα νησιά. Η βρετανική κυβέρνηση, αν και ήλπιζε σε μια διπλωματική διευθέτηση του ζητήματος, προωθούσε έντονα όλα τα αναγκαία στρατιωτικά μέτρα για την περίπτωση που το καθεστώς Γκαλτιέρι παρέμενε αμετακίνητο στις αξιώσεις του.

Τα Φώκλαντ δεν ήταν τίποτα περισσότερο από κουκίδες στον χάρτη, χωρίς μεγάλη οικονομική ή στρατηγική σημασία, αλλά το Λονδίνο ένιωθε δικαιολογημένα ότι διακυβευόταν το κύρος και η αξιοπιστία του απέναντι στους άλλους συμμάχους του ΝΑΤΟ. Ετσι την ημέρα που εκδηλώθηκε η απόβαση η δυναμική Βρετανή πρωθυπουργός, Μάργκαρετ Θάτσερ, αποφάσισε την αποστολή μιας ναυτικής αρμάδας στον νότιο Ατλαντικό με σκοπό την ανακατάληψη των νησιών.

Η βρετανική αντίδραση αποκάλυψε πόσο τραγικά λανθασμένοι ήταν οι υπολογισμοί των Αργεντινών ιθυνόντων, αφού προχώρησαν στο εγχείρημα της απόβασης στα Φώκλαντ αρκετές εβδομάδες πριν από την έλευση του χειμώνα και χωρίς να περιμένουν να αποσυρθούν από την υπηρεσία αρκετά πολεμικά πλοία του Βασιλικού Ναυτικού. Επιπλέον η κίνησή τους έγινε σε μια περίοδο κατά την οποία και τα δύο εναπομείναντα βρετανικά αεροπλανοφόρα, το HMS «Hermes» των 28.700 t και το νεώτερο HMS «Invincible» των 19.500 t, βρίσκονταν κοντά στις βάσεις τους και μπορούσαν να προετοιμαστούν για αποστολή σε μικρό χρονικό διάστημα.

Η ΚΡΙΣΗ ΚΤΥΠΑ ΤΗΝ ΠΟΡΤΑ ΤΟΥ ΣΥΡΡΙΚΝΩΜΕΝΟΥ ΒΑΣΙΛΙΚΟΥ ΝΑΥΤΙΚΟΥ

Κατά τα χρόνια που προηγήθηκαν της κρίσης των Φώκλαντ, η Βρετανία είχε πραγματοποιήσει
δραστική περικοπή των αμυντικών της δαπανών και κυρίως εκείνων του Βασιλικού Ναυτικού, η δύναμη του οποίου συνεχώς έφθινε. Είναι χαρακτηριστικό πως τα δύο αεροπλανοφόρα που είχαν απομείνει στη σύνθεσή του, το HMS «Hermes» και το HMS «Invincible», που τυπικά χαρακτηρίζονταν ως σκάφη ανθυποβρυχιακού πολέμου, επρόκειτο πολύ σύντομα να αποσυρθούν από την ενεργό υπηρεσία και να πωληθούν.

Tο καθεστώς της Αργεντινής, αντίθετα, είχε προχωρήσει σε ενίσχυση των Ενόπλων Δυνάμεών του, προσανατολιζόμενο σε πιθανή πολεμική αναμέτρηση με τη γειτονική Χιλή. Ιδιαίτερη έμφαση είχε δοθεί στον εκσυγχρονισμό της Αεροπορίας, η οποία ενισχύθηκε σε τέτοιο βαθμό ώστε να αποτελεί ίσως την ισχυρότερη εναέρια δύναμη της Νότιας Αμερικής.



Στο πλαίσιο της επιχείρησης «Corporate», όπως είχε ονομαστεί η εκστρατεία ανακατάληψης των

Φώκλαντ, τα βρετανικά αεροπλανοφόρα απέπλευσαν από τα λιμάνια Πόρτσμουθ και Ντέβονπορτ στις 5 και στις 6 Απριλίου, συνοδευόμενα από τέσσερα αντιτορπιλικά, επτά φρεγάτες, έξι πλοία ανεφοδιασμού και τέσσερα πλοία αμφιβίων επιχειρήσεων. Πρώτος προορισμός τους ήταν η νήσος της Ανάληψης στο μέσο του Ατλαντικού, σε απόσταση 6.000 km περίπου από τα Φώκλαντ, όπου ενώθηκαν με επτά αντιτορπιλικά και φρεγάτες του 1ου Στολίσκου, τα οποία αποσύρθηκαν εσπευσμένα από την άσκηση «Spring Train».

Στις 7 Απριλίου η διοίκηση της αρμάδας, που είχε την ονομασία Δύναμη Επιχειρήσεων 317 (ΔΕ 317), πέρασε και τυπικά στα χέρια του υποναυάρχου Τζων Σάντι Γούντγουορντ. Το ταξίδι προς νότο συνεχίστηκε ενώ από το Λονδίνο ανακοινωνόταν στις 12 του μήνα ότι ετίθετο σε εφαρμογή γύρω από τα νησιά Φώκλαντ μια Ζώνη Ναυτικού Αποκλεισμού, εύρους 370 km. Ο Βρετανός ναύαρχος είχε υπό τις διαταγές του 70 περίπου πολεμικά πλοία και τρία πυρηνοκίνητα υποβρύχια, τα οποία είχαν προηγηθεί της κινητοποίησης της αρμάδας και βρίσκονταν ήδη κοντά στα Φώκλαντ.
\
Η μεγαλύτερη αδυναμία των Βρετανών και αντίστοιχα το μεγαλύτερο πλεονέκτημα των Αργεντινών,
τουλάχιστον θεωρητικά, ήταν οι αεροπορικές δυνάμεις. Η βρετανική αρμάδα διέθετε σε εκείνη τα φάση μόνο 20 μαχητικά για την αεροπορική κάλυψή της. Επρόκειτο για αεροσκάφη κάθετης απο-προσνήωσης τύπου Sea Harrier FRS.1, τα οποία είχαν εισέλθει σε υπηρεσία στο Βασιλικό Ναυτικό το 1979, έπειτα από μια μακρά περίοδο κατά την οποία αυτό είχε μείνει χωρίς ουσιαστική κάλυψη από τον αέρα λόγω της απόσυρσης των Phantom, των Buccaneer και των Gannet.

Στο αεροπλανοφόρο HMS «Hermes», τη ναυαρχίδα του Γούντγουορντ, υπήρχαν τα οκτώ Sea Harrier της 800 Μοίρας της Αεροπορίας Στόλου (διοικητής ο πλωτάρχης Αντυ Ωλντ), ενώ στο HMS «Invincible» τα έξι της 801 Μοίρας (διοικητής ο πλωτάρχης Νάιτζελ Σάρκι Γουόρντ). Η σύνθεση των μοιρών της Αεροπορίας Στόλου ήταν αρκετά μικρή εκείνη την εποχή κι έτσι έξι αεροσκάφη της εκπαιδευτικής 899 Μοίρας είχαν κατανεμηθεί στις δύο άλλες μοίρες για να αυξήσουν το σύνολο των διαθέσιμων Sea Harrier.

Αποστολή αυτών των αεροσκαφών ήταν αφενός να εξασφαλίσουν την προστασία της αρμάδας και αφετέρου να παράσχουν εγγύς υποστήριξη και αεροπορική κάλυψη στα χερσαία τμήματα, αμέσως μόλις αυτά θα βρίσκονταν στην ξηρά. Κατά τη διάρκεια του πλου του στόλου τα πληρώματα των Sea Harrier ασχολούντο συνεχώς με ασκήσεις και εκπαιδευτικές βολές κατά πλωτών στόχων, κατά τις οποίες δοκιμάστηκαν όλα τα είδη όπλων αέρος - αέρος και αέρος-εδάφους και εκδόθηκαν οι σχετικές οδηγίες για τις παραμέτρους άφεσης ή εκτόξευσής τους.




Ιδιαίτερη τόνωση της αυτοπεποίθησης των Βρετανών χειριστών προκάλεσε ο εφοδιασμός τους με τους πυραύλους αέρος-αέρος AIM-9L Sidewinder, οι οποίοι υπερείχαν κατά πολύ έναντι εκείνων που χρησιμοποιούσε η Αργεντινή Αεροπορία (AIM-9B, Magic, Shafrir και R530). Σε συνδυασμό με την καλύτερη τακτική κατάρτιση των Βρετανών χειριστών τα βλήματα αυτά θα αποδεικνύονταν θανάσιμα όπλα, παρά το μικρό βεληνεκές τους.

Καθώς τα βρετανικά σκάφη έπλεαν προς νότο μεταφέροντας την 3η Ταξιαρχία Πεζοναυτών με τρία
τάγματα και δύο τάγματα αλεξιπτωτιστών (αργότερα θα αναχωρούσε και η 5η Ταξιαρχία Πεζικού με άλλα τρία τάγματα), στη σκέψη του Γούντγουορντ και των επιτελών του κυριαρχούσε ο φόβος της προσβολής της αρμάδας από αργεντινά υποβρύχια, επειδή ήταν γνωστό πως η χώρα αυτή διέθετε μερικά σύγχρονα Type 209 γερμανικής κατασκευής.

Για τον λόγο αυτό είχε δοθεί ιδιαίτερη έμφαση στην ενίσχυση των πλοίων με ανθυποβρυχιακά ελικόπτερα (δύο ολόκληρες μοίρες), ενώ υπήρχε πάντα και η συνδρομή αεροσκαφών Nimrod MR.2 που επιχειρούσαν από βάσεις της ξηράς. Νοτίως της νήσου της Ανάληψης ήλθε να προστεθεί και ο κίνδυνος της επίθεσης εκ μέρους της Αργεντινής Αεροπορίας, η οποία διέθετε τουλάχιστον 110 αεριωθούμενα πρώτης γραμμής, από τα οποία 56 ανήκαν στους τύπους Mirage ΙIIEA και Dagger.

Η βρετανική αρμάδα βρισκόταν πλέον εκτός ακτίνας δράσης οποιουδήποτε αεροσκάφους έγκαιρης προειδοποίησης και τον ρόλο αυτό καλούντο να διαδραματίσουν τα ιπτάμενα τάνκερ Victor, που διέθεταν ικανοποιητικό χρόνο παραμονής σε πτήση και ραντάρ σχετικά καλών επιδόσεων. Οι Βρετανοί στερούντο επίσης τις υπηρεσίες των αεροσκαφών έγκαιρης προειδοποίησης AWACS και βασίζονταν στα ραντάρ των πλοίων τους για να αποκαλύψουν εχθρικά ίχνη.

Πραγματοποιούντο διαρκώς εναέριες περιπολίες μάχης (Combat Air Patrols - CAP) με σκοπό να αποκαλύψουν και να εξουδετερώσουν εγκαίρως απειλές προερχόμενες από χαμηλά ιπτάμενα μαχητικά.



ΠΕΝΤΕ ΑΝΤΙΠΑΛΟΙ ΓΙΑ ΚΑΘΕ SEA HARRIER!
Οι Αργεντινοί είχαν αξιοποιήσει την κατοχή των Φώκλαντ για να θέσουν εκεί σε λειτουργία δύο
αεροπορικές βάσεις, στο Πορτ Στάνλεϋ (πρωτεύουσα των νησιών) και στο Γκούζ Γκρην, όπου
μεταστάθμευσαν 24 ελικοφόρα αεροσκάφη ΙΑ-28Α Pucara και έξι αεριωθούμενα εκπαιδευτικά MB-339A. Η κύρια δύναμή τους όμως προερχόταν από τα 84 αεριωθούμενα μαχητικά υψηλών επιδόσεων τα οποία βρίσκονταν σε άριστη κατάσταση και είχαν συγκεντρωθεί σε βάσεις της νότιας Αργεντινής, από όπου μπορούσαν να φθάσουν, έστω και με δυσκολίες, στην περιοχή γύρω από τα Φώκλαντ.

Οι Βρετανοί γνώριζαν ότι έπρεπε να αναμένουν επιθέσεις από τις βάσεις Αλμιράντε Ζαρ, όπου στάθμευαν βομβαρδιστικά Canberra B.Mk 62, Κομοντόρο Ριβαντάβια (Mirage IIIEΑ και μερικά Pucara), Σαν Χουλιάν (εκεί βρίσκονταν τα υπερηχητικά Dagger, ισραηλινά αντίγραφα των Mirage III, και αριθμός αεροσκαφών Α-4C Skyhawk), Ρίο Γκαγιέγκος (A-4B Skyhawk και Mirage IIIEΑ) και Ρίο Γκράντε (Dagger και πέντε νεοαποκτηθέντα Super Etendard, εξοπλισμένα με ισάριθμους πυραύλους αέρος-επιφανείας AM-39 Exocet).

Κύρια αδυναμία των Αργεντινών ήταν η μεγάλη απόσταση που θα έπρεπε να διανύσουν τα αεροσκάφη τους για να φθάσουν στα Φώκλαντ (πάνω από 640 km). Ακόμη και με πλήρες φορτίο καυσίμου είχαν σοβαρότατους περιορισμούς στον χρόνο παραμονής τους πάνω από το πεδίο της μάχης. Συνεπώς δεν μπορούσαν να αντιμετωπίσουν αποτελεσματικά τα ολιγάριθμα Sea Harrier σε αερομαχίες, ούτε να πραγματοποιούν πολλαπλές επιθέσεις εναντίον των βρετανικών πλοίων.

Οι Βρετανοί πιλότοι μπορεί να είχαν αυτοπεποίθηση και εμπιστοσύνη στις ικανότητές τους και στο
αεροσκάφος τους, αλλά δεν έπαυαν να ανησυχούν για το επίπεδο του αντιπάλου και την αριθμητική του υπεροπλία. Πριν η αρμάδα φθάσει στη νήσο της Ανάληψης, ο διοικητής της 801 Μοίρας είχε απαντήσει ως εξής σε συναδέλφους του οι οποίοι εξέφρασαν φόβους για την έκβαση της αναμέτρησης στον αέρα:

«Οι Αργεντινοί έχουν να πολεμήσουν 150 χρόνια. Μπορεί να έχουν στη διάθεσή τους σύγχρονο υλικό, αλλά πιστεύω ότι η τελευταία φορά που έλαβαν άριστη εκπαίδευση ήταν από τον Γερμανό άσσο Αντολφ Γκάλαντ, ο οποίος έμεινε μαζί τους επί εννέα χρόνια. Από τότε όμως έχει περάσει μεγάλο διάστημα. Οι Αργεντινοί πιλότοι, όπως και οι δικοί μας της RAF, νιώθουν άβολα όταν πετούν μακριά, πάνω από τον ωκεανό.



Έχουν βέβαια το πλεονέκτημα της επιθετικής πρωτοβουλίας, αλλά θα τους περιμένουμε με τον κατάλληλο αριθμό αεροσκαφών σε περιπολία. Τέλος, έχουμε ένα θαυμάσιο ιστορικό επιτυχιών σε εικονικές εμπλοκές με τα καλύτερα αμερικανικά και βρετανικά μαχητικά. Νικήσαμε σε αερομαχίες τα δικά μας Phantom με σκορ 25-1, όπως και τα F-14 και επικρατήσαμε έναντι των F-15 με αναλογία "καταρρίψεων" 3:1».
Στις 21 Απριλίου η βρετανική αρμάδα είχε την πρώτη της επαφή με τους Αργεντινούς, όταν ένα
Boeing 707, που ενεργούσε σαν αναγνωριστικό για λογαριασμό της Αργεντινής Αεροπορίας, εντόπισε τον στόλο ο οποίος κατευθυνόταν νότια και ενημέρωσε σχετικά το Μπουένος Αϊρες. Οι Βρετανοί δεν αντέδρασαν δυναμικά στην εμφάνιση αυτού του κατασκόπου και αρκέστηκαν να στείλουν κοντά του ένα Sea Harrier της 800 Μοίρας, το οποίο τον συνόδευσε μακριά από την αρμάδα χωρίς να βάλει εναντίον του.

Οι πρώτες επιθετικές ενέργειες των Βρετανών αφορούσαν την ανακατάληψη της Νότιας Γεωργίας, η οποία δεν θα έπρεπε να παραμείνει σε καμία περίπτωση υπό αργεντινό έλεγχο, αφού θα μπορούσε να απειλήσει τα νώτα της αρμάδας όταν αυτή θα ασχολείτο με τα Φώκλαντ. Η αντίσταση της αργεντινής φρουράς (180 άνδρες) κάμφθηκε με σχετική ευκολία στις 24 Απριλίου και η επιτυχία αυτή είχε θετικότατη επίδραση στο ηθικό των Βρετανών, πολιτών και στρατιωτικών. Τρεις ημέρες αργότερα τα βρετανικά πλοία είχαν φθάσει βορειοανατολικά των Φώκλαντ, ωθώντας τους Αργεντινούς να διακόψουν τις πτήσεις μεταγωγικών αεροσκαφών προς τα νησιά.

Ο ναυτικός κλοιός γύρω από τα Φώκλαντ είχε στενέψει αρκετά και οι Βρετανοί ήταν σε θέση να
διακηρύξουν πως η Ζώνη Ναυτικού Αποκλεισμού μετατρεπόταν πλέον σε Ζώνη Ολικού Αποκλεισμού, στερώντας από τους Αργεντινούς τη δυνατότητα να επιχειρήσουν με αεροσκάφη μέσα σε αυτή.

Τη νύκτα της 30ής Απριλίου η ΔΕ βρισκόταν 160 km βορειοανατολικά του Πορτ Στάνλεϋ και είχε αρχίσει ήδη να αναθέτει αποστολές CAP, 150 km περίπου δυτικά της, σε έξι Sea Harrier με δύο Sidewinder και πλήρες απόθεμα πυρομαχικών των 30 mm, για να αναχαιτίσει αργεντινά αεροσκάφη που πιθανώς θα επιχειρούσαν να την πλησιάσουν.



ΤΟ ΠΡΩΤΟΜΑΓΙΑΤΙΚΟ 4-0

Η αυλαία του αεροπορικού πολέμου άνοιξε τυπικά στα Φώκλαντ στις 04.46 της 1ης Μαϊου 1982, όταν ένα μοναχικό βομβαρδιστικό Vulcan άφησε 21 βόμβες των 1.000 lb πάνω από το αεροδρόμιο του Πορτ Στάνλεϋ, σε μια προσπάθεια να διακόψει τη λειτουργία του. Η σύγχυση στην οποία περιήλθαν οι Αργεντινοί έπεισε τον Γούντγουορντ να διατάξει πρόσθετες αεροπορικές προσβολές, χρησιμοποιώντας αυτή τη φορά τα 12 Sea Harrier του αεροπλανοφόρου HMS «Hermes», τα οποία απονηώθηκαν στις 07.48.

Eφαρμόζοντας ένα μάλλον πολύπλοκο τακτικό σχέδιο και προσεγγίζοντας τον στόχο με πτήση σε ύψος μόλις 30 m, εννέα αεροσκάφη προσέβαλαν το αεροδρόμιο του Πορτ Στάνλεϋ από τρεις διαφορετικές κατευθύνσεις για να αποδιοργανώσουν την αεράμυνά του, ρίχνοντας τρεις βόμβες των 1.000 lb το καθένα και περιλήπτες βομβιδίων BL755. Οι ζημιές που προκλήθηκαν στο αεροδρόμιο ήταν περιορισμένες, αλλά οι Αργεντινοί πείσθηκαν ότι η βάση ήταν ανασφαλής και μείωσαν τη δραστηριότητά τους σε αυτή.

Τα υπόλοιπα τρία Sea Harrier είχαν καλύτερα αποτελέσματα κτυπώντας το αεροδρόμιο του Γκούζ Γκρην, όπου αχρήστευσαν τρία σταθμευμένα Pucara και σκότωσαν έναν Αργεντινό πιλότο ο οποίος ετοιμαζόταν για απογείωση. Οι αεροπορικές επιδρομές σε συνδυασμό με τον ναυτικό βομβαρδισμό που επιχείρησαν ορισμένα βρετανικά σκάφη, έκαναν τους Αργεντινούς να υποψιαστούν πως μια άμεση απόβαση ήταν πολύ πιθανή. Ετσι αντέδρασαν εξαπολύοντας 28 Skyhawk, 12 Dagger, έξι Canberra και 10 Mirage εναντίον της εχθρικής αρμάδας.

Νωρίς το απόγευμα της ίδιας ημέρας ο σμηναγός Τζων Μπάρτον της RAF, που βρισκόταν σε
πρόγραμμα εκπαίδευσης των χειριστών του Ναυτικού, καθόταν στο κόκπιτ ενός από τα δύο Sea Harrier της 801 Μοίρας τα οποία παρείχαν κάλυψη στον Στόλο από τα δυτικά, όταν ειδοποιήθηκε από το αντιτορπιλικό ΗΜS «Glamorgan» ότι πλησίαζαν άγνωστα ίχνη.

Η αναφορά μιλούσε για δύο αεροσκάφη που βρίσκονταν σε απόσταση 193 km δυτικά, άλλα δύο 24 km πίσω τους και ένα επιπλέον ζεύγος ακόμη πιο πίσω. Ο Μπάρτον και ο παραστάτης του, πλωτάρχης Τζων Εϊτον-Τζόουνς, φοβήθηκαν πως θα έπεφταν σε μια καλοστημένη παγίδα αν αποτολμούσαν να εμπλακούν σε αερομαχία με αναλογία 2 προς 6, αλλά πληροφορήθηκαν πως περισσότερα Sea Harrier έσπευδαν σε βοήθειά τους.



Η κατάσταση εξακολουθούσε να παραμένει επικίνδυνη για τους δύο Βρετανούς χειριστές, καθώς θα
ερχονταν αντιμέτωποι για πρώτη φορά με τα αεριωθούμενα της Αργεντινής Αεροπορίας-πιθανότατα τα υπερηχητικά Mirage IIIEA που είχαν κερδίσει παγκόσμια φήμη το 1967 στα χέρια των Ισραηλινών. Γνώριζαν βέβαια πως το Sea Harrier, αν και υποηχητικό, διέθετε καλύτερα ηλεκτρονικά συστήματα και οπλισμό και υπερείχε σαφέστατα σε περίπτωση εμπλοκής με κλειστές στροφές.

Περίμεναν όμως ότι οι Αργεντινοί πιλότοι θα επιχειρούσαν να εξουδετερώσουν αυτά τα πλεονεκτήματα, αποφεύγοντας την κλειστή αερομαχία κατά την οποία θα τους πρόδιδε η μεγάλη οπισθέλκουσα της πτέρυγας τύπου δέλτα, και ότι θα προτιμούσαν τις αστραπιαίες επιθέσεις με όπλο τη μεγαλύτερη ταχύτητά τους, με απώτερο σκοπό να προκαλέσουν σύγχυση στον αντίπαλο και να διατηρήσουν την ενέργειά τους σε υψηλά επίπεδα.
Τα δύο Sea Harrier προσέγγισαν τα αντίπαλα ίχνη πετώντας σκόπιμα σε ύψος 4.570 m, εκεί όπου ο
ατμοσφαιρικός αέρας είναι πυκνότερος και θα μείωνε τις επιδόσεις των Mirage, αυξάνοντας παράλληλα την κατανάλωσή τους. Οι Βρετανοί χειριστές εφάρμοσαν άριστα τα αξιώματα της εναέριας μάχης, η οποία υπαγορεύει ότι κάποιος πρέπει να παρασύρει τον αντίπαλό του σε εμπλοκή υπό δυσμενείς για εκείνον όρους, ώστε να διατηρήσει το πλεονέκτημα της καλύτερης ενεργειακής κατάστασης.

Στη συγκεκριμένη περίπτωση τα Sea Harrier ευνοούντο από τη διεξαγωγή αερομαχίας σε μικρά ύψη, με μικρές ταχύτητες και με κλειστές στροφές. Οι Αργεντινοί χειριστές όμως παρέμειναν σε ύψος 10.500 m, φροντίζοντας να είναι πάντα εκτός βεληνεκούς των πυραύλων αέρος-αέρος Sidewinder. Όταν διαπίστωσαν πως δεν μπορούσαν να παρασύρουν ψηλότερα τους Βρετανούς, αποσύρθηκαν. Οι αναγνωριστικές ενέργειες των δύο Αεροποριών συνεχίστηκαν, θυμίζοντας τους πυγμάχους που ελίσσονται στην αρχή ενός αγώνα προσπαθώντας να «εκτιμήσουν» με το βλέμμα τις ικανότητες του αντιπάλου τους.

Λίγο αργότερα τα Sea Harrier της 801 Μοίρας κατευθύνθηκαν επιτυχώς πάνω σε τρία ελαφρά
επιθετικά-εκπαιδευτικά αεροπλάνα T-34C-1, τα οποία σκόπευαν να εκτελέσουν αποστολή πολυβολισμού της βρετανικής αρμάδας. Ο πλωτάρχης Γουόρντ και ο υποπλοίαρχος Μάικ Ουότσον ακολούθησαν τις εντολές των ελεγκτών ραντάρ του HMS «Invincible» και ανακάλυψαν τα θηράματά τους 40 km βόρεια του Πορτ Στάνλεϋ.




Κατά τον Γουόρντ, η εμπλοκή εξελίχθηκε εύκολα για τα Sea Harrier: «Στρίψαμε νότια και αρχίσαμε μια κάθοδο όταν εμφανίστηκαν οι πρώτες ενδείξεις των ιχνών στα ραντάρ μας. Βγαίνοντας από τα σύννεφα τους είδαμε, σε απόσταση περίπου ενάμισι χιλιομέτρου. Σχεδόν ταυτόχρονα μας αντιλήφθηκαν κι εκείνοι και επιχείρησα μια πρώτη ριπή πυροβόλου από μακριά. Τα Τ-34 ανέβηκαν αμέσως μέσα στα σύννεφα και όταν προσπάθησα να τα καταδιώξω λίγο έλειψε να συγκρουστώ με ένα από αυτά».

Τα ελαφρά αργεντινά αεροσκάφη κατόρθωσαν να διαφύγουν κινούμενα προς το αεροδρόμιο του Πορτ Στάνλεϋ και τα δύο Sea Harrier επέστρεψαν στο κανονικό ύψος περιπολίας τους, όπου συναντήθηκαν με άλλον ένα σχηματισμό εχθρικών αεριωθουμένων. Καθώς οι αντίπαλοι απέφευγαν να εμπλακούν άμεσα, ο Γουόρντ διέκρινε τρεις γραμμές εξατμίσεων στον ουρανό.

Μη διακρίνοντας τα αεροσκάφη που τις προκάλεσαν προσπάθησε να εγκλωβίσει με τον αισθητήρα υπερύθρων του Sidewinder τη μία από αυτές. Η έκπληξή του ήταν μεγάλη όταν διαπίστωσε λίγο αργότερα πως δεν επρόκειτο για αεροσκάφος, αλλά για πύραυλο που είχε εκτοξεύσει στο μεταξύ ο εχθρός. Οι Αργεντινοί είχαν βάλει από πολύ μεγάλη απόσταση χωρίς επαρκή εγκλωβισμό και οι Βρετανοί χειριστές αρκέστηκαν να παρακολουθήσουν τα βλήματα να πέφτουν στη θάλασσα.

Αργά το απόγευμα η Αργεντινή Αεροπορία αποφάσισε να κλιμακώσει την αναμέτρηση στέλνοντας μια δύναμη 20 μαχητικών της να προσβάλει τα βρετανικά πλοία. Τα πρώτα αργεντινά αεροσκάφη που έφθασαν κοντά στον στόχο τους ήταν τα Mirage IIIEA, τα οποία "προσέκρουσαν" σε έναν σχηματισμό Sea Harrier. Χειριστής ενός από αυτά ήταν και ο Μπάρτον, που πετούσε για τρίτη φορά μέσα στην ίδια ημέρα.

Επί λίγα λεπτά εξελίχθηκε το γνώριμο παιχνίδι της γάτας με τον ποντικό, έως ότου τα Mirage κατέβηκαν απότομα σε μικρότερο ύψος, επιλέγοντας έναν πιο αποφασιστικό ελιγμό. Ο Μπάρτον και ο υποπλοίαρχος Στηβ Τόμας έστρεψαν αμέσως κατά πάνω τους, πετώντας στα 3.355 m, στο ίδιο επίπεδο και στην ίδια ευθεία και με διαχωρισμό 1.600 m μεταξύ τους, ώστε να παρέχουν επαρκή αλληλοκάλυψη. Τα αντίπαλα αεριωθούμενα ανήκαν στην 8η Πτέρυγα της Αργεντινής Αεροπορίας, τη μοναδική που είχε ως αποκλειστικό ρόλο την αναχαίτιση.



Χειριστές τους ήταν ο σμηναγός Γκαρσία Κουέρβα και ο υποσμηναγός Κάρλος Περόνα. Ο Τόμας τα «συνέλαβε» πρώτος στο ραντάρ του και συνέχισε να τα πλησιάζει μετωπικά με ταχύτητα 730 km/h, ενώ ο Μπάρτον έστριψε αριστερά με 990 km/h προσπαθώντας να εφαρμόσει έναν ελιγμό υπερκέρασης του αντιπάλου σχηματισμού για να βρεθεί πίσω του.

Στο μεταξύ ο πρώτος εγκλώβισε στο ραντάρ του το επικεφαλής αργεντινό αεροσκάφος, διστάζοντας ακόμη να πιστέψει ότι τα δύο Mirage θα τολμούσαν ποτέ να επιτεθούν κατ’ αυτόν τον στερούμενο φαντασίας τρόπο, πετώντας σε έναν ξεπερασμένο σχηματισμό το ένα δίπλα στο άλλο. Οι Βρετανοί πιλότοι υποψιάστηκαν προς στιγμή ότι επρόκειτο για παγίδα, αλλά η έρευνα του γύρω χώρου δεν έδειξε άλλη απειλή κι έτσι κινήθηκαν κατά των αντιπάλων τους.

Από τη θέση πλευροκόπησης που είχε λάβει ο Μπάρτον εγκλώβισε στο ραντάρ του το Νο 2 του
αργεντινού σχηματισμού και απέκτησε οπτική επαφή σε απόσταση 8 km. Τα Mirage δεν έδειξαν να έχουν αντιληφθεί τον κίνδυνο και συνέχισαν την πορεία τους πραγματοποιώντας ελαφρά αριστερή στροφή, η οποία έφερε το Νο 2 εντός του μέγιστου βεληνεκούς των πυροβόλων του Μπάρτον. Ο τελευταίος εξαπέλυσε μια ριπή αλλά δεν διέκρινε κανένα σημάδι που να πρόδιδε ευστοχία των βλημάτων των 30 mm, ούτε καν το ότι ο εχθρός είχε αντιληφθεί τη βολή!

Ο Τόμας είχε αποκτήσει επίσης οπτική επαφή με τα δύο Mirage από απόσταση 13 km, αλλά γνώριζε ότι ο πύραυλος Sidewinder δεν μπορούσε να εγκλωβίσει επιτυχώς τον στόχο του από τόσο μακριά. Οταν η απόσταση που χώριζε το Sea Harrier από τα Mirage μειώθηκε σε οκτώ χιλιόμετρα, το ένα από τα τελευταία εκτόξευσε έναν πύραυλο αέρος-αέρος, ο οποίος όμως δεν ακολούθησε καλή πορεία και έπεσε προς τα αριστερά.

Το δεύτερο Mirage πιθανώς πυροδότησε άλλον έναν πύραυλο, αλλά ούτε αυτός ενόχλησε τον Τόμας. Σύντομα το Sea Harrier διασταυρώθηκε μετωπικά με το αντίπαλο ζεύγος και ο χειριστής του τράβηξε πίσω το στικ για μια απότομη άνοδο, περνώντας πάνω από τον εχθρικό σχηματισμό ο οποίος έστρεφε αργά προς τα αριστερά χωρίς να έχει αντιληφθεί ακόμη την ύπαρξη του Μπάρτον.




Προσεγγίζοντας μεθοδικά και υπομονετικά τον στόχο του, ο Μπάρτον έφερε το αεροσκάφος του
κοντά στην «ώρα 6» του Περόνα, έως ότου ο χαρακτηριστικός βόμβος του Sidewinder στα ακουστικά του τόν ειδοποίησε ότι το θύμα του βρισκόταν εντός παραμέτρων βολής με αρκετές πιθανότητες επιτυχίας.

Η εκτόξευση πυραύλου ήταν ενδεδειγμένη λύση, καθώς το Mirage του Περόνα βρισκόταν εκτός του
βεληνεκούς των πυροβόλων του Sea Harrier και επιπλέον απομακρυνόταν εκμεταλλευόμενο την
καλύτερη επιτάχυνσή του. Ο Μπάρτον τοποθέτησε το αεροσκάφος του ελαφρώς χαμηλότερα από τον
αντίπαλό του, ώστε η κεφαλή ανίχνευσης υπέρυθρης ακτινοβολίας του πυραύλου να «βλέπει» τον θερμό στόχο της απέναντι στο ψυχρότερο φόντο της νέφωσης, και πίεσε το κομβίο εκτόξευσης.

Ο Sidewinder ξεκίνησε με μια περίεργη βουτιά χαμηλότερα και, αφού διένυσε περίπου 800 m, διόρθωσε την πορεία του και κατευθύνθηκε πάνω στο Mirage. Το κτύπησε έπειτα από τέσσερα δευτερόλεπτα, τυλίγοντάς το σε μια μπάλα φωτιάς. Τη στιγμή που ο Περόνα εγκατέλειπε το αεροσκάφος του πάνω από τη νήσο Πεμπλ, ο Τόμας κατεδίωκε πεισματικά τον Κουέρβα, ο οποίος κατέβαινε γρήγορα προς τη βάση της νέφωσης, στα 1.200 m, για να σωθεί.

Το Sea Harrier ακολούθησε τον Αργεντινό με μια σχεδόν κατακόρυφη βύθιση και ο Sidewinder που εκτοξεύτηκε έφθασε πολύ κοντά στην ουρά του Mirage λίγο πριν χαθεί μαζί του μέσα στα σύννεφα. Ο Τόμας δεν μπόρεσε να διαπιστώσει άμεσα το αποτέλεσμα της βολής του, αλλά μετά τον πόλεμο έγινε γνωστό πως το αεροσκάφος του Κουέρβα υπέστη αρκετές ζημιές από την έκρηξη του πυραύλου και κατερρίφθη τελικά από φίλια πυρά όταν προσπάθησε να προσγειωθεί στο Πορτ Στάνλεϋ.

Λίγα λεπτά μετά την κατάρριψη των δύο αργεντινών Mirage ένα ζεύγος Sea Harrier της 800 Μοίρας, με χειριστές τον υποπλοίαρχο Μάρτιν Χέηλ και τον σμηναγό Τόνι Πένφολντ της RAF, ενεπλάκη σε
αερομαχία με ισάριθμα Dagger κοντά στη νήσο Λάιβλι. Τα αργεντινά αεροσκάφη προηγήθηκαν πάλι στην εκτόξευση του πρώτου πυραύλου. Ο Χέηλ πραγματοποίησε έναν απότομο καθοδικό ελιγμό και
κατάφερε να «σπάσει» τον εγκλωβισμό του βλήματος Shafrir.






Ανεβαίνοντας για να εμπλακεί στην αερομαχία, είδε το Sea Harrier του Πένφολντ να καταρρίπτει το ένα Dagger με βολή πυραύλου AIM-9L και το εχθρικό αεροπλάνο να γκρεμίζεται βαριά κτυπημένο στη θάλασσα. Ο χειριστής του τελευταίου, υποσμηναγός Χοσέ Αρντίλες (εξάδελφος του ομώνυμου πασίγνωστου ποδοσφαιριστή), δεν βρέθηκε ποτέ. Ακολούθησε η επιτυχής εμπλοκή ενός άλλου ζεύγους Sea Harrier της 801 Μοίρας (χειριστές ο πλωτάρχης Μάικ Μπροντγουότερ και ο υποπλοίαρχος Αλαν Κέρτις), το οποίο πέτυχε να ανακόψει την πορεία μιας τριάδας βομβαρδιστικών Canberra καταρρίπτοντας το ένα από αυτά με βολή Sidewinder.

Οι αερομαχίες της Πρωτομαγιάς του 1982 είχαν λήξει με καθαρό νικητή το Sea Harrier και με ένα σκορ 4-0, που δεν άφηνε περιθώρια αμφισβήτησης της ποιοτικής ανωτερότητας των χειριστών του αλλά και των όπλων τους. Από τα 56 αεροσκάφη που είχαν απογειώσει οι Αργεντινοί, 20 είχαν αναγκαστεί να επιστρέψουν στις βάσεις τους με μηχανικές βλάβες, τέσσερα καταρρίφθηκαν και από τα υπόλοιπα μόνο τρία κατάφεραν να βρουν τα βρετανικά πλοία και να τα προσβάλουν.

Οι Βρετανοί πιλότοι δεν χρειάστηκε εκείνη την ημέρα (ούτε κάποια από τις επόμενες) να καταφύγουν στη χρήση του πιο γνωστού αμυντικού ελιγμού του Sea Harrier, στην αλλαγή κατεύθυνσης ώσης σε ευθεία πτήση (Vectoring In Forward Flight-VIFF), κατά την οποία με μια κίνηση του μοχλού ρύθμισης των ακροφυσίων το αεροσκάφος επιβραδύνει σχεδόν ακαριαία από τα 1.100 km/h στα 370 km/h, δίνοντας την αίσθηση ότι «έχει κτυπήσει σε τοίχο».

Ο ελιγμός αυτός δίνει πάντα στο Sea Harrier τη δυνατότητα να βρεθεί στην ουρά του αντιπάλου του, ο οποίος μοιραία προσπερνά και γίνεται ευάλωτος. Οι Αργεντινοί πιλότοι γνώριζαν γι' αυτή την ικανότητα του Sea Harrier. Ενας χειριστής Mirage είχε πει: «Το βασικό ήταν να μην προσπαθήσεις να ακολουθήσεις ένα Sea Harrier σε μικρό ύψος για πολύ χρόνο, διότι κατά πάσα πιθανότητα θα κατέληγες μπροστά στα σκοπευτικά του». Από την πλευρά τους οι Βρετανοί ισχυρίστηκαν, με κάποια δόση υπερηφάνειας, ότι η μη χρήση του VIFF οφειλόταν στο ότι απλώς δεν βρέθηκαν ποτέ καταδιωκόμενοι από τον εχθρό.

Οι χειριστές των Sea Harrier ήταν ικανοποιημένοι από τις επιδόσεις τους, αλλά δεν μπορούσαν να
δεχθούν ότι ο εχθρός είχε πει την τελευταία του λέξη, ούτε να πιστέψουν ότι θα εξακολουθούσαν να
είναι τυχεροί κατά τις επόμενες ημέρες, όταν οι Αργεντινοί θα βελτίωναν τις τακτικές τους και θα
επανέρχονταν δριμύτεροι. Υπολόγιζαν ιδιαίτερα την απειλή που συνιστούσαν τα ταχύτατα Mirage III και οι καλά εκπαιδευμένοι πιλότοι τους, οι οποίοι ανήκαν στην πιο επίλεκτη μοίρα της Αργεντινής Αεροπορίας.



Ευτυχώς για τους Βρετανούς, η επιδρομή του Vulcan νωρίτερα την ίδια ημέρα κατατρόμαξε τον
αντίπαλο, ο οποίος προτίμησε να φυλάξει τα Mirage IIIEA για τον ρόλο της αεράμυνας της ηπειρωτικής χώρας, φοβούμενος επανάληψη του κτυπήματος εναντίον αστικών κέντρων. Στο εξής τα επίφοβα Mirage παρέμειναν μακριά από τα Φώκλαντ και τα Dagger, που θα μπορούσαν να συγκριθούν μαζί τους σε επιδόσεις, χρησιμοποιήθηκαν ως βομβαρδιστικά, χωρίς πυραύλους αέρος-αέρος.

Κατ' αυτόν τον τρόπο οι Βρετανοί πιλότοι απαλλάχθηκαν από τον χειρότερο εφιάλτη τους. Κατά τις επόμενες έξι εβδομάδες δεν επρόκειτο να αντιμετωπίσουν πάλι εχθρικά αεριωθούμενα οπλισμένα με βλήματα αερομαχίας.

Η ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΤΟΥ ΣΤΟΛΟΥ

Οι ανάγκες εγγύς υποστήριξης που δημιουργούσε η σχεδιαζόμενη απόβαση στα Φώκλαντ, ώθησε τη
βρετανική στρατιωτική διοίκηση να διατάξει την αύξηση της δύναμης των Sea Harrier που επιχειρούσαν ήδη κοντά στα νησιά. Τα αεροσκάφη αυτά είχαν επωμισθεί το καθήκον της προστασίας του Στόλου. Αν και είχαν συμμετάσχει σε αποστολές κρούσης, δεν αποτελούσαν εξειδικευμένους φορείς γι' αυτόν το ρόλο.

Στις 4 Μαϊου τα πρώτα Harrier GR.Mk 3 της RAF απογειώθηκαν από τη βάση Σαίν Μώγκαν της Κορνουάλης με προορισμό τη νήσο της Ανάληψης και από εκεί το φορτηγό «Atlantic Conveyor», που είχε αναλάβει τον ιδιότυπο ρόλο του βοηθητικού αεροπλανοφόρου της αρμάδας. Η αεροπορική ισχύς της βρετανικής αρμάδας είχε αυξηθεί με την προσθήκη των αεροσκαφών της νεοσύστατης 809 Μοίρας της Αεροπορίας του Στόλου, η οποία κατέστη επιχειρησιακή μόλις στις αρχές Απριλίου 1982 με διοικητή τον πλωτάρχη Τιμ Γκετζ.

Τα πρώτα έξι Sea Harrier της 809 Μοίρας υποχρεώθηκαν να φθάσουν στη νήσο της Ανάληψης με 14 διαδοχικούς εναέριους ανεφοδιασμούς. Εκεί φορτώθηκαν στο «Atlantic Conveyor» στις 5 Μαϊου, για να καλύψουν το υπόλοιπο μέρος της διαδρομής μέχρι τα Φώκλαντ.



Στο μεταξύ η αεροναυτική μάχη γύρω από τα Φώκλαντ γινόταν ολοένα σκληρότερη, με την ΑργεντινήΝαυτική Αεροπορία να απαντά στις 4 Μαϊου βυθίζοντας το αντιτορπιλικό «Sheffield» και σκοτώνοντας 21 μέλη του πληρώματός του. Η χρήση, από πλευράς Αργεντινών, των γαλλικών αεροσκαφών Super Etendard και των πυραύλων αέρος-επιφανείας Exocet, οι οποίοι είχαν βεληνεκές άνω των 50 km, προσέθεσε ένα ακόμη δυσεπίλυτο τακτικό πρόβλημα στις μοίρες των Sea Harrier.

Και οι Αργεντινοί όμως ήταν προβληματισμένοι: Ο ανθυποπλοίαρχος Αρμάντο Μαγιόρα, που συμμετείχε στην προσβολή του «Sheffield», ομολόγησε αργότερα: «Θεωρούσαμε τα Sea Harrier ως τον χειρότερο κίνδυνο και όχι τους πυραύλους επιφανείας-αέρος». Την ημέρα που χάθηκε το «Sheffield», το Sea Harrier του υποπλοιάρχου Νικ Τέηλορ της 800 Μοίρας κατερρίφθη από αντιαεροπορικά πυρά κοντά στο Γκούζ Γκρην και το επόμενο πρωί άλλα δύο Sea Harrier, με χειριστές τους Εϊτον-Τζόουνς και Κέρτις, συγκρούστηκαν στον αέρα μέσα σε ένα σύννεφο και κατέπεσαν κοντά στην περιοχή του ναυαγίου.

Οι Βρετανοί μπορούσαν να παρηγορηθούν με τη σκέψη ότι στις 4 Μαϊου το αργεντινό αεροπλανοφόρο «Veinticinco de Mayo» επέστρεψε στη βάση του, όπου και θα παρέμενε κατά το υπόλοιπο της σύρραξης, αφαιρώντας από τον χάρτη των απειλών το ενδεχόμενο χρήσης των 18 αεροπλάνων και ελικοπτέρων που μετέφερε από απρόσμενη κατεύθυνση.

Οι επόμενες ημέρες χαρακτηρίστηκαν από άσχημα καιρικά φαινόμενα, κατά τα οποία έγινε πάλι
αντιληπτό το υψηλό επίπεδο εκπαίδευσης των χειριστών της Αεροπορίας του Στόλου. Παρά τις αντίξοες συνθήκες τα Sea Harrier συνέχισαν να πετούν σε αποστολές CAP, ώστε να αποφευχθεί το ενδεχόμενο αιφνιδιαστικής διείσδυσης εχθρικών αεροσκαφών στην περιοχή πλεύσης της αρμάδας.

Η σκέψη αυτή πέρασε από τον νου των Αργεντινών, αλλά αποδείχθηκε παρακινδυνευμένη όταν οδήγησε σε απώλεια δύο A-4C Skyhawk από τον άσχημο καιρό στις 9 Μαϊου. Την ίδια ημέρα τα Sea Harrier της 800 Μοίρας επέστρεψαν για λίγο στον ρόλο των αεροσκαφών κρούσης, προσβάλλοντας το επιταγμένο Αργεντινό πλοίο «Narwal».



ΑΕΡΟΜΑΧΙΕΣ ΠΑΝΩ ΑΠΟ ΤΟΝ ΚΟΛΠΟ ΣΑΝ ΚΑΡΛΟΣ

Ο στρατηγός Μάριο Μενέντεζ, που είχε αναλάβει το βαρύ καθήκον της γενικής διοίκησης των
αργεντινών δυνάμεων στα Φώκλαντ, είχε οργανώσει έτσι την άμυνά του ώστε να δίνει έμφαση στην
υπράσπιση της ευρύτερης περιοχής της πρωτεύουσας, Πορτ Στάνλεϋ, όπου βρισκόταν άλλωστε και το κύριο αεροδρόμιο των νησιών. Ο κύριος όγκος των στρατευμάτων του συγκεντρώθηκε δυτικά της
πρωτεύουσας και ο υπόλοιπος χώρος καλύφθηκε με μικρές μεμονωμένες φρουρές, ενώ σε επίκαιρα
σημεία τοποθετήθηκαν μικρές ομάδες προκεχωρημένων παρατηρητών.

Ηταν φανερό πως η αργεντινή διοίκηση θεωρούσε πιθανότερη μια απευθείας απόβαση των Βρετανών στο Πορτ Στάνλεϋ, ώστε να μην παραταθούν χρονικά οι επιχειρήσεις και "κινδυνεύσουν" από διακοπή λόγω πιέσεων των ΗΠΑ και της ΕΣΣΔ. Ο Γούντγουορντ όμως είχε διαφορετική άποψη και δεν επρόκειτο να "συμμορφωθεί" με τις επιλογές του αντιπάλου του. Ο χειμώνας πλησίαζε στο νότιο ημισφαίριο και δεν υπήρχε η πολυτέλεια για καθυστερήσεις επειδή η παρατεταμένη παραμονή των στρατευμάτων στα πλοία θα είχε αρνητικό αντίκτυπο στο αξιόμαχό τους.

Ως περιοχή απόβασης των βρετανικών δυνάμεων επιλέχθηκε τελικά ο στενός πορθμός Φώκλαντ και
συγκεκριμένα ο κόλπος Σαν Κάρλος, που προσέφερε σχετική προστασία από τις αεροπορικές επιδρομές και από τα γύρω υψώματα μπορούσε να εξασφαλιστεί η άμυνα του προγεφυρώματος. Οι Αργεντινοί είχαν παραλείψει να τοποθετήσουν αξιόλογες δυνάμεις στην περιοχή κι έτσι η επιτυχία του εγχειρήματος ήταν σχεδόν βέβαιη.
Καθώς πλησίαζε η ημέρα της απόβασης, τα Sea Harrier συνέχισαν να κτυπούν ανελέητα τα αργεντινά σκάφη γύρω από τα Φώκλαντ, προκαλώντας ζημιές στα «Rio Carcarona» και «Bahia Buen Suceso» στις 16 Μαϊου. Λίγες ημέρες αργότερα παρείχαν κάλυψη στους συναδέλφους τους των Harrier GR.3 όταν αυτοί προσέβαλαν μία συγκέντρωση ελικοπτέρων των Αργεντινών στο βουνό Κεν, δυτικά του Πορτ Στάνλεϋ.

Νωρίς το πρωί της 21ης Μαϊου οι Βρετανοί πεζοναύτες αποβιβάστηκαν στον κόλπο Σαν Κάρλος με
ταχύ ρυθμό. Οι Αργεντινοί αιφνιδιάστηκαν από αυτή την εξέλιξη. Πληροφορούμενοι τα τεκταινόμενααπό το πλήρωμα ενός βομβαρδιστικού Canberra, αντελήφθησαν ότι η μόνη σοβαρή αντίδραση από την πλευρά τους μπορούσε να εκδηλωθεί από τον αέρα. Σε λίγα λεπτά σχηματισμοί μαχητικών προσέβαλαν διαδοχικά τα βρετανικά πλοία πετώντας με αξιοθαύμαστη τόλμη σε πολύ μικρό ύψος.




Οι Βρετανοί δεν μπορούσαν να παράσχουν στις αποβατικές δυνάμεις την κάλυψη που θα επιθυμούσαν, επειδή τα αεροπλανοφόρα τους εξακολουθούσαν να βρίσκονται αρκετές δεκάδες χιλιόμετρα ανατολικά των Φώκλαντ, ώστε να μην κινδυνεύουν από εχθρικές επιδρομές. Συνεπώς τα Sea Harrier, που στερούντο της δυνατότητας ανεφοδιασμού σε πτήση, δεν είχαν παρά 10 λεπτά στη διάθεσή τους για να δράσουν πάνω από τον κόλπο Σαν Κάρλος και αυτό τα υποχρέωνε να μειώσουν την παρουσία τους εκεί.

Από τις 18 Μαϊου άρχισαν να συμμετέχουν στις επιχειρήσεις και τα οκτώ Sea Harrier της 809 Μοίρας, που είχαν ολοκληρώσει τη μεταφορά τους στα αεροπλανοφόρα. Αυτό έδωσε σε κάθε βρετανικό αεροπλανοφόρο τη δυνατότητα να διατηρεί συνεχώς δύο αεροσκάφη σε CAP, δύο στο σκέλος της επιστροφής και δύο καθ' οδόν για αντικατάσταση. Το HMS «Hermes» διέθετε πλέον 15 Sea Harrier και το HMS «Invincible» 10.

Παρόλα αυτά ήταν αναπόφευκτο να υπάρξουν αρκετά κενά στην αεροπορική κάλυψη. Στις 13.00 και ενώ είχε ήδη πληγεί η βρετανική φρεγάτα HMS «Ardent», η Αργεντινή Αεροπορία εξακολουθούσε να επιτίθεται κατά κύματα. Ο Γούντγουορντ έδωσε εντολή να αυξηθεί ο αριθμός των Sea Harrier πάνω από τον κόλπο Σαν Κάρλος σε 10 τουλάχιστον αεροσκάφη και το μέτρο αυτό απέδωσε αποτελέσματα.

Νωρίς το απόγευμα δύο Sea Harrier, με χειριστές τους πλωτάρχες Νηλ Τόμας και Μάικ Μπλίσετ, ενημερώθηκαν από τη φρεγάτα HMS «Brilliant» για την προσέγγιση ενός ακόμη Skyhawk, το οποίο είχε μόλις εφορμήσει εναντίον του ΗΜS «Ardent» και είχε αστοχήσει με δύο βόμβες των 1.000 lb.

Κατεβαίνοντας χαμηλότερα, στα 500 m, οι Βρετανοί πιλότοι διέκριναν όχι ένα αλλά τέσσερα Skyhawk να πλησιάζουν ταχύτατα από απόσταση πέντε χιλιομέτρων. «Καθώς περνούσαμε από πάνω τους πρέπει να μας αντιλήφθηκαν», είπε αργότερα ο Μπλίσετ, «γιατί ο άψογος σχηματισμός σε σχήμα βέλους διαλύθηκε αυτόματα και τα είδαμε να απορρίπτουν δεξαμενές καυσίμων και βόμβες».



Τα Skyhawk πραγματοποίησαν μια κλειστή δεξιά στροφή αλλά ο Μπλίσετ κατόρθωσε να πλησιάσει ένα από αυτά στα 400 m και να εκτοξεύσει έναν Sidewinder. Το βλήμα διέγραψε μια καμπύλη τροχιά και όταν άρχισε να οδεύει προς τον στόχο ένας άλλος AIM-9L πέρασε ξυστά δίπλα στο αεροσκάφος του Μπλίσετ. Προερχόταν από το Sea Harrier του Τόμας και σκόπευε ένα δεύτερο Skyhawk. Λίγα δευτερόλεπτα αργότερα και τα δύο βλήματα ευστόχησαν.

Σε εκείνη τη φάση οι επιθέσεις κατά των πλοίων στον πορθμό Φώκλαντ είχαν αρχίσει να αποκαλύπτουν την τακτική των Αργεντινών αεροπόρων. Φοβούμενοι ίσως την απώλεια περισσότερων Mirage, δεν έστελναν αυτά τα αεροσκάφη για να καλύψουν τα βομβαρδιστικά τους, αλλά δεν έδειχναν επίσης να αντιλαμβάνονται τη σημασία που είχε η μαζική προσβολή των πολεμικών πλοίων ώστε να κορεσθεί η αεράμυνά τους.

Οι επιδρομές τους γίνονταν με λίγα αεροσκάφη κάθε φορά, σε χρονική κλιμάκωση, και δεν επικεντρώνονταν στα στρατεύματα και στα μεταγωγικά σκάφη αλλά στα πάνοπλα πολεμικά πλοία, κάτι που προκάλεσε τη δικαιολογημένη απορία των Βρετανών. Τα Dagger και τα Α-4 πετούσαν πολύ χαμηλά, ακολουθώντας το ανάγλυφο του εδάφους και χρησιμοποιώντας το για κάλυψη, εμφανίζονταν πάνω από τον κόλπο, έριχναν τις βόμβες τους με μία διέλευση και έσπευδαν να εξαφανιστούν ολοταχώς από την άλλη πλευρά, με χρήση μετακαυστήρα.

Στις 14.35 πραγματοποίησαν την εμφάνισή τους τα Dagger. Ενα από αυτά δέχθηκε αμέσως ένα AIM-9L ενός Sea Harrier της 800 Μοίρας, όμως ένα δεύτερο προκάλεσε νέες ζημιές στο HMS «Ardent». Δεκαπέντε λεπτά αργότερα ένας άλλος σχηματισμός τριών Dagger είχε την ατυχία να "προσκρούσει" στα Sea Harrier του Γουόρντ και του Τόμας και κατερρίφθη ολόκληρος μέσα σε ελάχιστα δευτερόλεπτα.
Παρά την επιτυχία των Sea Harrier, οι συνεχείς επιθέσεις των Αργεντινών πιλότων δεν μπορούσαν νααποκρουστούν στο σύνολό τους και η δεξιοτεχνία και η αυτοθυσία με τις οποίες τις πραγματοποιούσαν προκαλούσαν τον θαυμασμό. Στις 15.10 αεροσκάφη A-4Q του Αργεντινού Ναυτικού πέτυχαν πάλι το HMS «Ardent», προκαλώντας του ανεξέλεγκτη πυρκαγιά η οποία κατέληξε στη βύθισή του την επομένη. Τα Sea Harrier της 801 Μοίρας (υποπλοίαρχος Μόρελ και σμηναγός Τζων Λήμιν) αγωνίστηκαν πάλι με πείσμα και επαγγελματισμό, καταρρίπτοντας δύο από τα επιτιθέμενα Skyhawk και προκαλώντας ζημιές σε ένα τρίτο, το οποίο κατέπεσε αργότερα.




Στο τέλος της ημέρας οι Αργεντινοί είχαν χάσει 12 αεροπλάνα και δύο ελικόπτερα, είχαν προκαλέσει αρκετές ζημιές στα βρετανικά πλοία, αλλά δεν είχαν κατορθώσει να αποτρέψουν την απόβαση, ούτε να σταματήσουν τη ροή στρατευμάτων και υλικών προς την ξηρά. Η 22α Μαϊου χαρακτηρίστηκε από κακοκαιρία και χαμηλή νέφωση, με αποτέλεσμα να ανασταλούν οι αεροπορικές επιχειρήσεις, στοιχείο που εκμεταλλεύθηκαν άριστα οι Βρετανοί για να ενισχύσουν ακόμη περισσότερο το προγεφύρωμά τους.

Οταν στις 23 Μαϊου ο καιρός βελτιώθηκε, τα Sea Harrier επανήλθαν στο γνώριμο έργο τους,
ανακόπτοντας στις 10.30 μια προσπάθεια των Αργεντινών να μεταφέρουν εφόδια με ελικόπτερα από τα δυτικά στο Ανατολικό Φώκλαντ. Τα αεροσκάφη της 801 Μοίρας πραγματοποίησαν αρκετές επιθέσεις κατά των αργοκίνητων ελικοπτέρων, καταρρίπτοντας ένα Agusta A109A και δύο Puma. Το μεσημέρι η Αργεντινή Αεροπορία εμφανίστηκε πάλι θορυβωδώς πάνω από τον κόλπο Σαν Κάρλος.

Τέσσερα Skyhawk πέταξαν ξυστά πάνω από το νερό και αυτή τη φορά έπληξαν τη φρεγάτα HMS «Antelope», η οποία αντικατέστησε την HMS «Ardent». Eνα από αυτά κατέβηκε τόσο χαμηλά ώστε κτύπησε τον ύψους 26 m πρυμναίο ιστό του πλοίου, κόβοντάς του ένα κομμάτι πέντε μέτρων! Τα Sea Harrier της 800 Μοίρας πέτυχαν να καταρρίψουν λίγο αργότερα ένα Dagger, αλλά το ίδιο βράδυ σημειώθηκε η απώλεια ενός από αυτά, το οποίο, φορτωμένο με βόμβες για μια αποστολή κρούσης, έχασε τη στήριξή του και κατέπεσε στη θάλασσα αμέσως μετά την απονήωσή του από το αεροπλανοφόρο ΗΜS «Hermes».

Στις 24 Μαϊου οι Βρετανοί έθεσαν σε εφαρμογή ένα νέο σχέδιο για τη βελτίωση της έγκαιρης
προειδοποίησης του στόλου, τοποθετώντας βορειοδυτικά των Φώκλαντ τα σκάφη HMS «Broadsword» και HMS «Coventry», ώστε τα ραντάρ τους να καλύπτουν ευχερέστερα τις οδούς προσέγγισης των αργεντινών αεροσκαφών. Η κίνηση αυτή απέφερε καρπούς και οι Αργεντινοί έχασαν άλλα τρία Dagger από τα Sea Harrier της 800 Μοίρας.

Την επομένη, 171η επέτειο του Πολέμου για την Ανεξαρτησία της Αργεντινής κατά των Ισπανών, οι πιλότοι των Skyhawk απάντησαν με τη βύθιση του αντιτορπιλικού ΗΜS «Coventry», το οποίο "συνελήφθη" χωρίς αεροπορική κάλυψη δυτικά των Φώκλαντ και επλήγη με τρεις βόμβες των 1.000 lb που το ανέτρεψαν μέσα σε λίγα λεπτά. Την ίδια τύχη είχε και το «Atlantic Conveyor» (15.000 t), το «ταξί» που είχαν χρησιμοποιήσει αρκετά Sea Harrier για να φθάσουν στα Φώκλαντ.



Κατά τη δεύτερη απόπειρά τους να πλήξουν τα βρετανικά αεροπλανοφόρα, οι Αργεντινοί έστειλαν ένα ζεύγος Super Etendard βορειοανατολικά των νησιών. Ενας από τους πυραύλους Exocet που εξαπέλυσαν, άνοιξε στα πλευρά του πλοίου μια τεράστια τρύπα, στέλνοντάς το στον βυθό μαζί με εννέα πολύτιμα ελικόπτερα.
Μέχρι τις 27 Μαϊου οι Βρετανοί είχαν σταθεροποιήσει επαρκώς το προγεφύρωμά τους, είχαν
αναδιοργανωθεί και ήταν έτοιμοι να κινηθούν προς το εσωτερικό του Ανατολικού Φώκλαντ, στέλνοντας δύο τάγματά τους προς το Πορτ Στάνλεϋ και ένα προς το Γκούζ Γκρην. Αν και οι Αργεντινοί πιλότοι συνέχισαν να παρενοχλούν τον βρετανικό στόλο με σποραδικές επιδρομές, τα Sea Harrier που πετούσαν πάνω από τα νησιά είχαν όλο και λιγότερες ευκαιρίες να δρέψουν νέες δάφνες, όσο αραίωναν οι εμφανίσεις των εχθρικών αεροσκαφών.

Ενα Sea Harrier χάθηκε σε ατύχημα στις 29 του μήνα και τρεις ημέρες αργότερα οι Αργεντινοί κατόρθωσαν να καταρρίψουν άλλο ένα με πύραυλο εδάφους-αέρος Roland. Ο Βρετανός χειριστής εγκατέλειψε επιτυχώς το αεροσκάφος του αλλά χρειάστηκε να παραμείνει αρκετές ώρες στα παγωμένα νερά του Νότιου Ατλαντικού μέχρι να τον περισυλλέξει ένα ελικόπτερο του HMS «Invincible».

Τα μαχητικά του Ναυτικού είχαν τη δυνατότητα να πάρουν την εκδίκησή τους την 1η Ιουνίου, όταν ένα Sea Harrier της 801 Μοίρας εντόπισε έναν σπάνιο και εύκολο στόχο: ένα αργεντινό C-130E που είχε απογειωθεί από το Πορτ Στάνλεϋ με την αποστολή να εντοπίσει τη θέση του βρετανικού στόλου. Το αργοκίνητο Hercules δεν είχε καμία ελπίδα σωτηρίας και κατερρίφθη συμπαρασύροντας στον θάνατο το πλήρωμά του.

ΦΙΤΖΡΟΙ

Μετά τη φρενίτιδα των επιθέσεων εναντίον των πλοίων, η δραστηριότητα της Αργεντινής
Αεροπορίας μειώθηκε κατακόρυφα κατά τις επόμενες ημέρες λόγω της επικρατούσας κακοκαιρίας. Οι Βρετανοί κατάφεραν να αξιοποιήσουν το προγεφύρωμα του κόλπου Σαν Κάρλος για να οργανώσουν εκεί μια μικρή προωθημένη βάση επιχειρήσεων για τα Sea Harrier.

Η αεροπορική μάχη αναζωπυρώθηκε στις 8 Ιουνίου, όταν οι Βρετανοί αποπειράθηκαν να αποβιβάσουν στρατεύματα στον οικισμό Φιτζρόι ώστε να βρεθούν με ένα άλμα εγγύτερα στο Πορτ Στάνλεϋ. Ο καιρός είχε βελτιωθεί στο μεταξύ και οι Αργεντινοί πραγματοποίησαν μια καλά μελετημένη επιδρομή κατά των αποβατικών δυνάμεων: έξι A-4B Skyhawk συνοδευόμενα από έξι Dagger θα κτυπούσαν τα βρετανικά πλοία στα ανοικτά του Φιτζρόι, ενώ λίγο νωρίτερα τέσσερα Mirage θα επιχειρούσαν να παρασύρουν μακριά τα Sea Harrier, εξαντλώντας τα καύσιμά τους και ανοίγοντας τον δρόμο για το κύριο επιθετικό κύμα.

Η επιδρομή πέτυχε εν μέρει τον σκοπό της. Τα Mirage προσέλκυσαν την προσοχή των Sea Harrier και, όταν τα απομάκρυναν αρκετά από την περιοχή ενδιαφέροντος, έφυγαν, αξιοποιώντας τη μεγαλύτερη ταχύτητά τους. Στις 15.30 μία βόμβα αεροσκάφους Skyhawk έπληξε το αρματαγωγό «Sir Galahad», εκτοπίσματος 5.700 t, σκοτώνοντας 50 άνδρες και τραυματίζοντας πολλούς άλλους, ενώ τα Dagger προκάλεσαν ζημιές στη φρεγάτα HMS «Plymouth». Τα αργεντινά αεροσκάφη επανέκαμψαν στις βάσεις τους χωρίς καμία απώλεια. Η επιτυχία οδήγησε στην εκδήλωση μιας νέας επιδρομής με οκτώ Skyhawk στις 16.45. Αυτή τη φορά όμως οι Βρετανοί ήταν πιο προσεκτικοί και έτοιμοι να υποδεχθούν τους αντιπάλους τους.

Δύο Sea Harrier της 800 Μοίρας, με χειριστές τον σμηναγό Μόργκαν και τον υποπλοίαρχο Ντέηβ Σμιθ, που πετούσαν πάνω από τη στενή υδάτινη λωρίδα η οποία χωρίζει το Ανατολικό Φώκλαντ από τη Λαφονία, εντόπισαν ένα Α-4 που πετούσε χαμηλά και ακολουθώντας το ενεπλάκησαν σε μια από τις πιο χαοτικές αερομαχίες του πολέμου. Ενώ ο Μόργκαν κατέβαινε για να εμπλακεί, ένα άλλο Skyhawk εμφανίστηκε αιφνιδιαστικά, πολυβόλησε τα αποβατικά σκάφη και έριξε μία βόμβα η οποία σκότωσε έξι Βρετανούς στρατιώτες. Το γεγονός αυτό εξόργισε τον Μόργκαν: «Το ζήτημα είχε γίνει πλέον πολύ προσωπικό. Δεν ήθελα απλώς να καταρρίψω ένα αεροσκάφος, αλλά να σκοτώσω τον άνθρωπο που ήταν στα χειριστήριά του. Με κάθε τρόπο».

Τότε ένα τρίτο Skyhawk πέρασε σαν αστραπή μπροστά από τον Μόργκαν και ένα τέταρτο εμφανίστηκε μακρύτερα, αριστερά του. Αν ο Βρετανός πιλότος παρέμενε προσκολλημένος στο αεροσκάφος που κατεδίωκε, θα εκτίθετο επικίνδυνα στο τελευταίο A-4. Ετσι εκτέλεσε μία στροφή με πολλά G προς την κατεύθυνση της νεώτερης απειλής και εκτόξευσε εναντίον της έναν Sidewinder από ιδανική θέση βολής. «Πολύ μεγάλη έκρηξη, τεράστια μπάλα φωτιάς. Από τα κομμάτια που έπεσαν στη θάλασσα κανένα δεν θα πρέπει να ήταν μεγαλύτερο από ένα καπέλο», είπε αργότερα ο Μόργκαν.

Πριν ακόμη απομακρύνει το βλέμμα του από το τελευταίο θύμα του, πρόλαβε να διακρίνει άλλο ένα Skyhawk να διασταυρώνεται ταχύτατα μαζί του. Μέχρι τότε όλες οι βολές AIM-9L είχαν γίνει από θέση κοντά στην «ώρα 6» του αντιπάλου, χωρίς να αξιοποιήσουν τη δυνατότητα «all aspect» του βλήματος. Ο καινούργιος στόχος περνούσε μπροστά από το Sea Harrier του Μόργκαν προσφέροντας την ευκαιρία για μία εγκάρσια βολή και ο Βρετανός πιλότος δεν την άφησε να χαθεί.



Ο Sidewinder εκτοξεύτηκε και ακολουθώντας μια λοξή πορεία κτύπησε το αργεντινό αεροσκάφος ακριβώς πίσω από την καλύπτρα, διαλύοντάς το. Ο Μόργκαν είχε εξαντλήσει τα βλήματα που μετέφερε και καθώς απεμπλεκόταν είδε τον Σμιθ να πετυχαίνει ένα τρίτο Skyhawk με ΑΙΜ-9L. Κατά τη διάρκεια της εμπλοκής τα αργεντινά Mirage δεν τόλμησαν να επέμβουν, φοβούμενα τις ικανότητες των Βρετανών πιλότων και τους πυραύλους Sidewinder.

Η ΔΙΚΑΙΩΣΗ ΤΩΝ SEA HARRIER
Η παραπάνω επρόκειτο να είναι η τελευταία νίκη των Sea Harrier κατά τον πόλεμο των Φώκλαντ. Τιςεπόμενες ημέρες οι χερσαίες επιχειρήσεις εξελίχθηκαν με ταχύτητα και τα Harrier της RAF κυριάρχησαν στο προσκήνιο λόγω των αποστολών εγγύς υποστήριξης που αναλάμβαναν. Στις 14 Ιουνίου ο στρατηγός Μενέντεζ παραδόθηκε μαζί με ό,τι είχε απομείνει από την αργεντινή φρουρά και η εκστρατεία ανακατάληψης των νησιών ολοκληρώθηκε.

Τα Sea Harrier απέδειξαν περίτρανα πόσο δίκιο είχαν οι ένθερμοι υποστηρικτές τους τα προηγούμενα χρόνια, όταν αντιμετώπιζαν την καχυποψία των «ειδικών» και τα εμπόδια της γραφειοκρατίας. Τα αεροσκάφη αυτά αποδείχθηκαν στιβαρά, ανθεκτικά σε ζημιές από εχθρικά πυρά και εξαιρετικά αξιόπιστα, με διαθεσιμότητα που δεν έπεσε ποτέ κάτω από το 80%.

Κατά τη διάρκεια της σύρραξης εκτέλεσαν 1.335 εξόδους, από τις οποίες 1.135 αφορούσαν αποστολές CAP. Κατά τις αρκετές αερομαχίες εκτόξευσαν 27 πυραύλους AIM-9L, από τους οποίους οι 24 ευστόχησαν καταρρίπτοντας 19 αεροπλάνα και ελικόπτερα των Αργεντινών (11 από αυτά τύπου Mirage ή Dagger), ενώ άλλα έξι υπέκυψαν σε βολές των πυροβόλων των 30 mm. Οι απώλειες των Sea Harrier ανήλθαν σε έξι: δύο καταρρίφθηκαν από αντιαεροπορικά πυρά και τέσσερα χάθηκαν από ατυχήματα.

Το Sea Harrier δικαίωσε όσους είχαν πιστέψει στην ανάγκη αυτόνομης Αεροπορίας Στόλου για το
Βασιλικό Ναυτικό και σημείωσε επιτυχίες που υπερέβησαν ακόμη και τις μεγάλες προσδοκίες. Είναι
αλήθεια ότι ευνοήθηκε από ανώτερα όπλα όπως ο πύραυλος AIM-9L, από την ασύγκριτα καλύτερη
εκπαίδευση των πληρωμάτων και από τα τακτικά σφάλματα των Αργεντινών, αλλά ο επικός αγώνας σε απόσταση 12.800 km από τις μητροπολιτικές βάσεις, υπό αντίξοες καιρικές συνθήκες και απέναντι σε ταχύτερους και πολυαριθμότερους αντιπάλους, το καθιέρωσε δίκαια μεταξύ των κορυφαίων μαχητικών παγκοσμίως.




Η Βρετανία κέρδισε τον πόλεμο των Φώκλαντ και, αν και θα ήταν υπερβολή να ισχυριστεί κάποιος ότι το κατόρθωσε αποκλειστικά χάρη στα Sea Harrier, θα ήταν αδύνατο να νικήσει χωρίς αυτά. Ο Βρετανός Πρώτος Λόρδος της Θάλασσας (αρχηγός Ναυτικού), ναύαρχος σερ Χένρυ Λιτς, ήταν λακωνικός και σαφής: «Χωρίς τα Sea Harrier δεν θα μπορούσε να υπάρξει η αρμάδα».
SEA HARRIER : Ο «ΜΑΥΡΟΣ ΘΑΝΑΤΟΣ»
Η κρίση του 1982 βρήκε το Βασιλικό Ναυτικό της Βρετανίας να διαθέτει μόνο δύο αεροπλανοφόρα,
από τα οποία μπορούσε να απονηώσει έναν τύπο υποηχητικού μαχητικού με παράξενη όψη, που είχε
αναπτυχθεί αρχικά για τη RAF, πριν βρει τον δρόμο του προς τη θαλάσσια υπηρεσία. Το Sea Harrier ήταν το τελευταίο δείγμα μιας σειράς αεροσκαφών βραχείας-κάθετης απο-προσγείωσης. Ο κινητήρας του, ένας turbofan Rolls-Royce Pegasus 104 (φωτογραφία) ώσης 21.500 lb, διέθετε τέσσερα ακροφύσια (δύο σε κάθε πλευρά) ικανά να στραφούν κατά 98 μοίρες.

Χάρη σε αυτό το χαρακτηριστικό το Sea Harrier μπορούσε να εκτελέσει αιώρηση σαν ελικόπτερο και αμέσως μετά να επιταχύνει σαν κανονικό αεριωθούμενο μέχρι την ταχύτητα των 1.200 km/h. Κανένα Harrier δεν είχε εμπλακεί ως τότε σε πραγματική μάχη. Τον Απρίλιο του 1982 το Βασιλικό Ναυτικό διέθετε μόνο 32 τέτοια αεροσκάφη, αριθμό πολύ μικρό για να αντέξει σε ενδεχόμενη φθορά.

Το Harrier ήταν δημιούργημα της εταιρίας Hawker-Siddeley. Η RAF το είχε εντάξει στο οπλοστάσιό της τον Απρίλιο του 1969. Εξι χρόνια αργότερα ο τύπος προσέλκυσε το ενδιαφέρον του Βασιλικού Ναυτικού.
Το τελευταίο παρήγγειλε 34 αεροσκάφη τα οποία, αν και σχεδιαστικά βασίζονταν στο Harrier GR.3, είχαν πιο στρογγυλεμένη καλύπτρα, για καλύτερη θέα κατά τις αερομαχίες, και ελαφρά μακρύτερη άτρακτο για να φιλοξενηθεί στο ρύγχος το ραντάρ Blue Fox της Ferranti. Το αεροσκάφος είχε μήκος 14,5 m, εκπέτασμα 7,6 m και πτερυγική επιφάνεια 18,68 τ.μ. Ζύγιζε κενό 5.942 kg και μπορούσε να απονηωθεί με μέγιστο βάρος 11.884 kg. Η εμβέλειά του έφθανε τα 740 km και ο τυπικός οπλισμός του σε αποστολές αναχαίτισης αποτελείτο από δύο βλήματα AIM-9L και δύο πυροβόλα Aden Mk4 των 30 mm με απόθεμα 300 φυσιγγίων.



Αντί για συμβατικούς καταπέλτες απονήωσης τα Βρετανικά αεροπλανοφόρα είχαν στο πρωραίο
τμήμα του καταστρώματος μία κεκλιμένη ράμπα (ευφυέστατα απλή ιδέα του πλωτάρχη Ντάγκλας
Τέηλορ), η οποία ουσιαστικά έστελνε το αεροσκάφος στον αέρα. Ο χειριστής του Sea Harrier δεν είχε παρά να ρυθμίσει τα ακροφύσια του κινητήρα στην κατάλληλη γωνία και βρισκόταν στον αέρα έπειτα από λίγα δευτερόλεπτα, με τη μισή ταχύτητα και το ένα τρίτο της απόστασης τροχοδρόμησης που θα χρειαζόταν σε ένα επίπεδο κατάστρωμα.

Εκτός από την απονήωση, τα ακροφύσια κατευθυνόμενης ώσης βοηθούσαν επίσης το Sea Harrier να επιχειρεί από τα αεροπλανοφόρα υπό καιρικές συνθήκες απαγορευτικές για οποιονδήποτε άλλο τύπο αεριωθουμένου. Σε τρικυμιώδη θάλασσα τα αμερικανικά αεροσκάφη πρέπει να απονηώνονται όταν η πλώρη του αεροπλανοφόρου είναι σε άνοδο, ενώ η προσνήωσή τους είναι εξαιρετικά επικίνδυνη, με πολλές πιθανότητες συντριβής στο κατάστρωμα. Το Sea Harrier κατευθυνόταν προς το μέσο του καταστρώματος, το οποίο ήταν σχεδόν ακίνητο, και αφού αιωρείτο για λίγο κατέβαινε απαλά, σε πείσμα των καιρικών συνθηκών.

Το Sea Harrier αντιστάθμιζε την έλλειψη μεγάλης ταχύτητας με τις εξαιρετικές πτητικές επιδόσεις
στην περιοχή ταχυτήτων όπου διεξάγεται συνήθως μια αερομαχία. Οι πιλότοι του γρήγορα ανακάλυψαν ότι η κατευθυνόμενη ώση και η αεροδυναμική συμπεριφορά του αεροσκάφους τού έδιναν τη δυνατότητα να επικρατεί έναντι οποιουδήποτε αντιπάλου στα «ψαλίδια» και γενικά στους ελιγμούς μικρής ταχύτητας κατά τους οποίους τα μαχητικά πετούν πολύ κοντά στα όρια απώλειας στήριξης.

Οι Βρετανοί χειριστές έμαθαν να φθάνουν στην "ώρα 6" του αντιπάλου ακόμη και χωρίς τη χρήση μετακαυστήρα, εξοικονομώντας καύσιμα και αναγκάζοντας τον εχθρό να απεμπλέκεται πρώτος ή να καταρρίπτεται. Ακόμη και σε μικρό ύψος και με πλήρη ισχύ κινητήρα το Sea Harrier κατανάλωνε 91 kg καυσίμου το λεπτό, όταν το Phantom στις ίδιες συνθήκες καταβρόχθιζε 817 kg το λεπτό! Η δεξιότητα των Βρετανών χειριστών είχε αυξηθεί σε τέτοιο βαθμό ώστε το αποτέλεσμα της αναμέτρησης με οποιονδήποτε αντίπαλο να είναι σχεδόν βέβαιο.


Είναι χαρακτηριστικό ότι κατά τους μήνες που προηγήθηκαν του πολέμου των Φώκλαντ, τα Sea Harrier της 801 Μοίρας είχαν νικήσει με σκορ 27-10 τους περίφημους «Aggressors» της Αμερικανικής Αεροπορίας και είχαν κατατροπώσει με 7-1 ακόμη και τα πανίσχυρα F-15 που στάθμευαν στο Μπίτμπουργκ της Γερμανίας, αν και τα τελευταία διέθεταν καλύτερο ραντάρ και ήταν οπλισμένα με πυραύλους ημιενεργού καθοδήγησης AIM-7 Sparrow! Δεν είναι τυχαίο ότι οι Αργεντινοί, έπειτα από την πικρή πείρα που απέκτησαν πολεμώντας εναντίον τους, τούς έδωσαν το προσωνύμιο «La Muerta Negra» («O μαύρος θάνατος»).




Τα διδάγματα του πολέμου των Φώκλαντ οδήγησαν το Βασιλικό Ναυτικό να επιδιώξει κατά τα
επόμενα χρόνια την αναβάθμιση των Sea Harrier. Το 1990 υπογράφηκε η σύμβαση για την αναβάθμιση 29 FRS.Mk1 στο επίπεδο FA2 και η παραγγελία για 23 νέα Sea Harrier FA2, με ραντάρ παλμικό doppler, ικανότητα κατόπτευσης και βολής εναντίον χαμηλά ιπτάμενων στόχων (look down-shoot down) και βλήματα ημιενεργού καθοδήγησης AIM-120 AMRAAM.


Το 2002 το βρετανικό Υπουργείο Αμυνας ανακοίνωσε την πρόθεσή του να αποσύρει όλα τα Sea Harrier μέχρι το 2006, κάτι που προκάλεσε θύελλα διαμαρτυριών, αφού ο αντικαταστάτης τους, το αμερικανικό F-35 (JSF), δεν αναμένεται να καταστεί επιχειρησιακός πριν από το 2012. Στο μεταξύ οι Μοίρες 800 και 801 της Αεροπορίας του Στόλου θα πετούν με Harrier GR9 της RAF. Ετσι μοναδικός χρήστης του Sea Harrier παγκοσμίως θα μείνει το Ινδικό Ναυτικό, που διαθέτει 23 FRS.Mk 51.

AIM-9L: Ο ΚΡΥΦΟΣ "ΑΣΣΟΣ" ΤΩΝ SEA HARRIER

Ενα βασικό πλεονέκτημα των Sea Harrier κατά την εκστρατεία των Φώκλαντ αφορούσε τους
νεοπαραληφθέντες αμερικανικούς πυραύλους αέρος-αέρος υπέρυθρης ακτινοβολίας AIM-9L Sidewinder, οι οποίοι, σε αντίθεση με παλαιότερες εκδόσεις του όπλου, έχουν τη δυνατότητα να εγκλωβίσουν έναν στόχο από οποιαδήποτε γωνία, ακόμη και μετωπικά.
Αυτό απαλλάσσει τον χειριστή από την ανάγκη να επιδιώκει πάντα να βρεθεί στην «ώρα 6» του αντιπάλου του και αποτέλεσε έναν πραγματικό πονοκέφαλο για όλες τις αεροπορίες μέχρι να βρεθεί το αντίδοτό του, στον έλεγχο της ώσης του κινητήρα, για μείωση του θερμικού ίχνους. Με την εμφάνιση του AIM-9L στο προσκήνιο οι παλαιές τακτικές κλειστής αερομαχίας κατέστησαν απαρχαιωμένες, αφού ο στιγμιαίος ρυθμός στροφής ήταν πλέον πολύ σημαντικότερος από τον παρατεταμένο ρυθμό στροφής.


Η ικανότητα ενός αεροσκάφους να «τοποθετεί» το ρύγχος του πάνω στον αντίπαλο και να εκτοξεύει γρήγορα έναν πύραυλο, απέκτησε μεγαλύτερη σπουδαιότητα από την ικανότητα να ελίσσεται μέχρι να βρεθεί πίσω από τον στόχο. Το βλήμα AIM-9L τέθηκε σε παραγωγή το 1976 και διαθέτει ισχυρότερο κινητήρα στερεών προωθητικών και βελτιωμένο πυροσωλήνα προσέγγισης, που αυξάνει τη φονικότητά του και τον καθιστά ανθεκτικό σε ηλεκτρονικά αντίμετρα.







Επιπλέον η κωνική κεφαλή ανίχνευσης περικλείει έναν αισθητήρα αυξημένης ευαισθησίας, με αυξημένη σταθερότητα στον εγκλωβισμό και στην παρακολούθηση του στόχου ακόμη και όταν αυτός ελίσσεται βίαια. Αν και μια θέση κοντά στην «ώρα 6» αυξάνει κατά πολύ τις πιθανότητες επιτυχούς βολής του AIM-9L, περιορίζοντας τις δυνατότητες διαφυγής του αντιπάλου, οι επιδόσεις του πυραύλου σε βολές από κάθε γωνία είναι εκπληκτικές και συνέβαλαν στην επικράτηση των Βρετανών στα Φώκλαντ και των Ισραηλινών στον Λίβανο την ίδια περιοχή.

Φωτογραφικό Υλικό















Αναρτήθηκε από geo p

www.fotavgeia.blogspot.com

Δεν υπάρχουν σχόλια: