Παρασκευή 12 Αυγούστου 2016

Η ΕΚΣΤΡΑΤΕΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΣΤΡΑΤΕΥΜΑΤΟΣ ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΑΓΚΥΡΑ

Αrt1840 Παρασκευή 12 Αυγούστου 2016

Η ΕΚΣΤΡΑΤΕΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΣΤΡΑΤΕΥΜΑΤΟΣ ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΑΓΚΥΡΑ

ΣΑΓΓΑΡΙΟΣ ΠΟΤΑΜΟΣ

Στην αρχαιότητα οι Έλληνες συνήθιζαν να θεοποιούν τους ποταμούς. Ο Σαγγάριος στη μυθολογία γιος του Ωκεανού και της Τηθύος, κατοικούσε στα βάθη της Μικράς Ασίας στη Φρυγία. Είναι γνωστός ως ο πατέρας της βασίλισσας της Τροίας Εκάβης, καρπός της ένωσής του με τη Μετώπη. Δηλαδή, είναι ο Μυθολογικός παππούς του ήρωα της Τροίας Έκτορα, που σκότωσε και έσυρε με το άρμα του γύρω από τα τείχη ο Αχιλλέας. Ο Σαγγάριος ήταν ο κύριος ποταμός της Φρυγίας. Στις όχθες του ήταν χτισμένη η πρωτεύουσά τους Γόρδιον. Τον τρίτο αιώνα π.Χ. στην περιοχή εγκαταστάθηκαν Γαλάτες που είχαν εισβάλει στις περιοχές της ανατολικής Μεσογείου...

Τον 6ο αιώνα ο Ιουστινιανός έκτισε μεγάλη γέφυρα πάνω στον Σαγγάριο για να διευκολύνει την σύνδεση της Κωνσταντινούπολης με τις ανατολικές επαρχίες. Στον Σαγγάριο σταμάτησε η προέλαση του Ελληνικού στρατού κατά την Μικρασιατική Εκστρατεία ύστερα από μία πολύνεκρη μάχη τον Αύγουστο του 1921. Στον ποταμό Σαγγάριο που έχει συνολικό μήκος περίπου 824 χλμ και είναι ο τρίτος μεγαλύτερος της Τουρκίας λίγα χιλιόμετρα πριν την Άγκυρα, σταμάτησε η προέλαση του Ελληνικού στρατού κατά τη Μικρασιατική Εκστρατεία ύστερα από πολύνεκρη μάχη τον Αύγουστο του 1921. Ένα χρόνο πριν η Ελλάδα εξερχόμενη από τον Α' Παγκόσμιο πόλεμο, ήταν η μεγάλη κερδισμένη της γεωπολιτικής σκακιέρας.


Η ΕΛΛΑΣ ΤΩΝ ΔΥΟ ΗΠΕΙΡΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΠΕΝΤΕ ΘΑΛΑΣΣΩΝ

Την υπογραφή της συνθήκης των Σεβρών, που δικαίωνε τότε τα πιο τολμηρά εθνικά μας όνειρα, την υποδέχθηκαν με ιαχές θριάμβου οι πληθυσμοί της Μικράς Ασίας και Θράκης, καθώς και ο στρατός. Στην ελεύθερη Ελλάδα η κυβέρνηση και η φιλελεύθερη παράταξη γιόρταζαν τα νικητήρια. Τα σύνορα της Ελλάδας στον Ευρωπαϊκό χώρο θα έφταναν ως την Τσατάλτζα, 60 μόνο χιλιόμετρα δυτικά από τη Βασίλισσα της οικουμένης, την Κωνσταντινούπολη της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Η Σμύρνη, η δεύτερη και πλουσιότερη πολιτεία της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, μ’ ολόκληρο σχεδόν το Βιλαέτι του Αϊδινίου, γινόταν έστω και με ορισμένους τυπικούς περιορισμούς, κι αυτή Ελληνική.

Το όνειρο της φυλής, το «Πάλι με χρόνους και καιρούς πάλι δικά μας θα 'ναι» που λογαριαζόταν ουτοπία, αποκτούσε υπόσταση. Η μεγάλη ιδέα του Κωλέτη δεν παρουσιαζόταν πια σαν μια φτηνή πατριδοκαπηλεία αλλά σαν κάτι το εφικτό. Ξαφνικά η Ελλάδα του 1912 - 1913 διπλασιαζόταν. Τώρα θα περιβρέχονταν οι ακτές της από τα νερά της Προποντίδας και της Μαύρης Θάλασσας. Στις πέντε θάλασσες και τις δύο ηπείρους . Ενώ η Ιταλία δεχόταν να μας παραχωρήσει τα Δωδεκάνησα και με προοπτική να αποκτήσουμε την Κύπρο. Και το πιο σημαντικό απ’ όλα, πως η συνθήκη των Σεβρών δεν ήταν ένα διπλωματικό έγγραφο ανάμεσα σε Τούρκους και Έλληνες, αλλά μια συνθήκη ανάμεσα στις πιο ισχυρές νικήτριες δυνάμεις, με Παγκόσμιο κύρος.

Πώς κατάφερε ο Βενιζέλος, αυτός ο αδύνατος άνθρωπος με το αστείο μούσι και τα στρογγυλά γυαλάκια να κερδίσει δύο Βαλκανικούς πολέμους, να συγκαταλέγεται η χώρα μας στις νικήτριες του Α' Παγκοσμίου, να διπλασιάσει τα εδάφη της, και να ανασυντάξει την οικονομία της που προέρχονταν από την καταστροφή του 1897; Πώς πέτυχε αυτός ο μεγάλος μαέστρος της πολιτικής και της γεωστρατηγικής, να συμμαχεί με Σέρβους και Βουλγάρους, για να τσακίζει με τη βοήθειά τους τους Τούρκους και μετά να συμμαχεί με τους Σέρβους εναντίον των πρώην συμμάχων Βουλγάρων και αφού κερδίσει, να εξολοθρεύει και τον τελευταίο σύμμαχο - εργαλείο, καθιστώντας την Ελλάδα την τελική νικήτρια;

Ορθά τον έχουν χαρακτηρίσει η αλεπού των Βαλκανίων, για την δεξιοτεχνία και την πολιτική του ευλυγισία. Όπως όμως στους πολέμους, έτσι και στην πολιτική, οι αστάθμητοι παράγοντες ανατρέπουν τη φυσική ροή των γεγονότων.

Ο ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΣΤΡΑΤΟΣ ΣΤΗΝ ΙΩΝΙΑ

Οι Ελληνικές διεκδικήσεις για την Ιωνία, όπως παρουσιάστηκαν στο Συνέδριο της Ειρήνης, προσέκρουαν όχι μόνο στην Τουρκική αντίδραση αλλά και σε ενδοσυμμαχικές διαφωνίες. Οι Ιταλοί ειδικά αντιδρούσαν απροκάλυπτα, αντιμετωπίζοντας ανταγωνιστικά μια ενισχυμένη Ελληνική παρουσία στο χώρο της Ανατολικής Μεσογείου και επικαλούμενοι τη συνθήκη της Μωριέννης του 1917, σύμφωνα με την οποία τους παραχωρούνταν η Σμύρνη και το Ικόνιο, προκειμένου να παραιτηθούν από την πρόθεση να υπογράψουν χωριστή συνθήκη ειρήνης με την Αυστρία.

Οι Αμερικανοί πάλι αμφισβητούσαν την αξιοπιστία της ίδιας της βούλησης των Ελλήνων της Ιωνίας να ενωθούν με την Ελλάδα και εκτιμούσαν ότι η παράλια Μικρά Ασία ήταν οργανικά συνδεμένη, γεωγραφικά και οικονομικά, με το εσωτερικό της Ανατολίας, ώστε να μπορέσει να αυτονομηθεί.

Η δυσφορία όμως των Αγγλογάλλων απέναντι στις εκβιαστικές απαιτήσεις της Ρώμης από τη μια και στην εντεινόμενη πίεση της τουρκικής εθνικιστικής κίνησης από την άλλη τους ώθησε, απόντος του Ιταλού ομολόγου τους, να δώσουν στις 6 Μαΐου 1919, σε συνεδρίαση του Ανώτατου Συμβουλίου της Συνδιασκέψεως, την έγκριση να αποβιβαστούν τα Ελληνικά στρατεύματα στη Σμύρνη με σκοπό τη διασφάλιση της τάξης και την προστασία του Χριστιανικού πληθυσμού της περιοχής. Έτσι, στις 15 Μαΐου 1919 ο Ελληνικός στρατός αποβιβάστηκε στη Σμύρνη μέσα σε κλίμα εθνικού πανηγυρισμού των ντόπιων Ελλήνων που αντιμετώπισαν την απόβαση ως αρχή της απελευθέρωσης.

ΟΙ ΕΞΕΛΙΞΕΙΣ ΣΤΟ ΜΕΤΩΠΟ ΤΗΣ ΜΙΚΡΑΣ ΑΣΙΑΣ

Το γεγονός της απόβασης του Ελληνικού στρατού στη Σμύρνη εξερέθισε τον Τουρκικό φανατισμό. Την ημέρα της απόβασης σημειώθηκαν συμπλοκές μεταξύ Ελλήνων και Τούρκων με νεκρούς και τραυματίες. Ο Ελευθέριος Βενιζέλος μαθαίνοντας τα επεισόδια παρενέβη με αυστηρότητα κι έστειλε επειγόντως στη Σμύρνη τον Εμμανουήλ Ρέπουλη να επιληφθεί της κατάστασης. Την ίδια κιόλας μέρα άρχισαν ανακρίσεις και την επομένη λειτούργησε στρατοδικείο που καταδίκασε σε θάνατο δύο Έλληνες που κρίθηκαν ένοχοι.


Στις 19 Μαΐου, με την αναχώρηση του Ρέπουλη και την άφιξη του Αριστείδη Στεργιάδη, ήδη διορισμένου από το Βενιζέλο ως Ύπατου Αρμοστή Σμύρνης, η τάξη αποκαθίσταται και τυπικά στην πόλη της Σμύρνης. Επεισόδια και συμπλοκές με τους Τούρκους συνέβησαν το ίδιο διάστημα και στο Αϊδίνιο και την Πέργαμο. Τα επεισόδια αυτά στοίχισαν σημαντικά στη θέση της Ελλάδας στις διαπραγματεύσεις της ειρήνης, ειδικά μετά την έκδοση του πορίσματος της Διασυμμαχικής Ανακριτικής Επιτροπής τον Οκτώβριο που έριξε μεγάλο μέρος των ευθυνών στην Ελλάδα. Το Νοέμβριο το Ανώτατο Συμβούλιο συνιστούσε στην Ελλάδα προσοχή, θυμίζοντάς της πως η κατοχή ήταν προσωρινή.

Η Ελληνική αντίδραση εκφράστηκε με επιστολή του Βενιζέλου στον Κλεμανσώ, εισηγητή της απόφασης, και του Χρυσοστόμου Σμύρνης εκ μέρους του Μικρασιατικού Ελληνισμού. Στο διάστημα που ακολούθησε ως το καλοκαίρι του 1920 τα Ελληνικά στρατεύματα επέκτειναν, πάντα με την έγκριση των Συμμάχων, τα όρια της περιοχής που έλεγχαν όλο και περισσότερο προς το εσωτερικό, διενεργώντας εκκαθαριστικές αποστολές. Τον Ιούνιο του 1920 σημειώθηκε η κατάληψη της Αρτάκης και της Πανόρμου. Έτσι, τον Οκτώβριο του ίδιου χρόνου η Ελληνική ζώνη εκτεινόταν ως τη γραμμή Προύσα - Ουρσάκ, μια ζώνη πολύ ευρύτερη από αυτή που όριζε η συνθήκη των Σεβρών που είχε υπογραφεί το καλοκαίρι.



Το Μάη του 1920 εξάλλου ο Ελληνικός στρατός με συμμαχική απόφαση είχε καταλάβει την Ανατολική Θράκη μετά την καταστολή της αυτονομιστικής κίνησης του Τζαφέρ Ταγιάρ. Η συμμαχική ομοφωνία όμως για τη στρατιωτική κατάληψη της Σμύρνης από τον Ελληνικό στρατό ήταν εντελώς πλασματική και προσωρινή. Η ετερογένεια των ανταγωνιστικών επιδιώξεων των Μεγάλων Δυνάμεων στην τόσο νευραλγική αυτή περιοχή γρήγορα θα φαινόταν και θα οδηγούσε σε ρητή διάστασή τους που θα γινόταν απαγορευτική για την ευόδωση των Ελληνικών σχεδίων. Οι Σύμμαχοι θα επιλέξουν πια άλλους χειρισμούς, ευνοϊκούς στο εξής για την Τουρκική πλευρά.

Ας μην ξεχνάμε ότι έχει κάνει ήδη την εμφάνισή της και η Σοβιετική διπλωματία με πρόθεση την ενίσχυση του Κεμάλ στην αντίστασή του απέναντι στους δυτικούς συμμάχους. Ο παράγοντας αυτός θα προσανατολίσει επιπλέον τους Δυτικούς σε ευνοϊκότερη μεταχείριση του Κεμαλικού κινήματος.

Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΒΑΣΙΛΙΑ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ


Ο αστάθμητος παράγοντας που άλλαξε τις προϋποθέσεις στις οποίες στηρίχθηκε ο Βενιζέλος για να προκηρύξει τις εκλογές, στάθηκε ένας πίθηκος του Βασιλιά Αλέξανδρου που τον είχε στο κτήμα του Τατοϊου και τον έλεγαν Μόριτς. Ο πίθηκος δάγκωσε στο πόδι τον Βασιλιά, δύο ημέρες μετά την 15 Σεπτεμβρίου 1920, ημερομηνία που ο Αλέξανδρος είχε παραδώσει στον Βενιζέλο το διάταγμα των εκλογών. Σε ένα μήνα ο Βασιλιάς ήταν νεκρός, από μόλυνση της πληγής. Έτσι το αντικείμενο των εκλογών, μετατράπηκε σε πολιτειακό δίλημμα στους ψηφοφόρους και αναβίωσαν οι παλιές έχθρες με τον αντικαταστάτη Βασιλιά Κωνσταντίνο που επέστρεψε από την εξορία.

Ο Βενιζέλος την 15 Νοεμβρίου έχασε τις εκλογές, παρόλο που έλαβε 308.000 ψήφους έναντι 340.000 των αντιβενιζελικών που οι 100.000 ήταν Τούρκων ψηφοφόρων και λόγω πλειοψηφικού εκλογικού συστήματος, οι αντιβενιζελικοί κέρδισαν 280 έδρες έναντι 110 των Βενιζελικών. Ο Ελληνικός λαός αντάμειψε τον ευεργέτη του καταψηφίζοντάς τον και μη εκλέγοντάς τον βουλευτή στο νομό Αττικής όπου είχε βάλει υποψηφιότητα για να ενισχύσει τον συνδυασμό. Ο Βενιζέλος πικραμένος, έφυγε αυτοεξόριστος στην Ευρώπη.

ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΕΣ ΕΞΕΛΙΞΕΙΣ ΣΤΟ ΜΕΤΩΠΟ ΤΗΣ ΜΙΚΡΑΣ ΑΣΙΑΣ

Οι εκλογές του Νοεμβρίου του 1920 οδήγησαν στην ήττα του Βενιζέλου και στην επαναφορά του Κωνσταντίνου, κατόπιν δημοψηφίσματος (5 Δεκεμβρίου), στο θρόνο. Παρά τις προεκλογικές τους εξαγγελίες οι αντιβενιζελικοί συνέχισαν τη Μικρασιατική Εκστρατεία, έχοντας όμως να αντιμετωπίσουν την ολοένα και πιο απροκάλυπτη απομόνωση της Ελλάδας από τους Συμμάχους της, οι οποίοι τώρα, έχοντας το πρόσχημα της επαναφοράς του ανεπιθύμητου σε αυτούς Κωνσταντίνου, την εκδηλώνουν όλο και περισσότερο. Οι κύκλοι του Λονδίνου εναντιώνονταν όλο και πιο ανοιχτά στην κατά τη γνώμη τους. φιλελληνική πολιτική του Λόυντ Τζωρτζ. Η Γαλλία επανεξέταζε την ανατολική πολιτική της.

Η Ιταλία εκδήλωνε απροκάλυπτα τη γνωστή αντίθεσή της στην Ελληνική επέκταση, ενώ οι Ηνωμένες Πολιτείες αποσύρθηκαν επιστρέφοντας στην πολιτική του απομονωτισμού. Τέλος, η δεκτικότητα της Κεμαλικής παράταξης σε οικονομικές συμφωνίες λιγότερο επαχθείς από τις διομολογήσεις άφηνε περιθώρια συνεννόησης μεταξύ των Δυτικοευρωπαίων και της Κεμαλικής Τουρκίας. Η Σοβιετική Ένωση προέκρινε την Κεμαλική Τουρκία ως μέσο ανάσχεσης της Βρετανικής επιρροής και προχώρησε σε συμφωνίες με τον Κεμάλ, γεγονός που θορύβησε τους Δυτικούς κάνοντάς τους όλο και πιο διαλλακτικούς απέναντι στη νέα Τουρκική ηγεσία.

Το πρώτο δείγμα της Ευρωπαϊκής μεταστροφής ήταν η διακοπή κάθε οικονομικής βοήθειας προς την Ελλάδα. Οι προσπάθειες των μετανοεμβριανών κυβερνήσεων να συνάψουν δάνεια, όπως αυτά που είχαν συναφθεί ή συμφωνηθεί με τη Βενιζελική κυβέρνηση, απέτυχαν. Το Φεβρουάριο του 1921 συγκλήθηκε Διασυμμαχική Συνδιάσκεψη στο Λονδίνο. Εκεί η Ελλάδα διαπίστωσε την υπαναχώρηση των Συμμάχων της στο Μικρασιατικό ζήτημα. Η προσπάθειά της για υποβολή κοινού συμμαχικού σχεδίου που περιφρουρούσε την Ελληνική κυριαρχία στις επιδικασμένες περιοχές προσέκρουε στην αδιάλλακτη αντίθεση των Τούρκων εθνικιστών.

Οι Τούρκοι εθνικιστές απαιτούσαν την αποχώρηση των Ελληνικών στρατευμάτων από τη Μικρά Ασία και την ανατολική Θράκη και την άρση των οικονομικών όρων της συνθήκης των Σεβρών, για να συγκατατεθούν στην έναρξη ουσιαστικών διαπραγματεύσεων. Η Συνδιάσκεψη όμως κυρίως θα αποκαλύψει τη διάσταση που υπήρxε ανάμεσα στις σύμμαχες δυνάμεις. Η Αγγλία ενέμενε στη σε γενικές γραμμές διατήρηση του πλαισίου της συνθήκης των Σεβρών, ενώ η Γαλλία και η Ιταλία προσανατολίζονταν πλέον στην επίτευξη συμφωνιών με τον Κεμάλ και στην ενίσχυσή του, προκειμένου να αντισταθεί στα διαβήματα των Συμμάχων.

ΤΟ ΕΠΟΣ ΤΟΥ ΣΑΓΓΑΡΙΟΥ ΠΟΤΑΜΟΥ

Η Ελληνική Στρατιά ύστερα από τη νικηφόρα προέλαση δια μέσω της Κιουτάχειας, προωθήθηκε στη γραμμή Εσκί Σεχίρ - Αφιόν Καραχισάρ. Οι Τουρκικές δυνάμεις αφού απέφυγαν την κύκλωση στην Κιουτάχεια, συνέχισαν την υποχώρησή τους ανατολικά από τις όχθες του Σαγγάριου ποταμού. Στις 15 Ιουλίου 1921, ύστερα από Ελληνικό πολεμικό συμβούλιο στην Κιουτάχεια, αποφασίστηκε η συνέχιση της προέλασης προς Άγκυρα. Το Ελληνικό σχέδιο καθόριζε ως σκοπό την καταστροφή των Τουρκικών δυνάμεων ανατολικά του Σαγγάριου και στη συνέχεια την κατάληψη της Άγκυρας.

Οι Ελληνικές δυνάμεις θα προέλαυναν με τρία σώματα στρατού συνολικά 120.000 ανδρών, αποτελούμενες από 9 μεραρχίες πεζικού, 1 ταξιαρχία ιππικού και 2 συντάγματα πυροβολικού. Η περιοχή των επιχειρήσεων περικλείονταν από τα όρη Ελμά Νταγ, Τσελίκ Νταγ και από τους ποταμούς Σαγγάριο και το χωριό Γκεούκ. Στο χωριό αυτό η Τουρκική διοίκηση οργάνωσε τρεις αμυντικές τοποθεσίες σε βάθος 25 με 30 χιλιομέτρων, που περιελάμβανε χαρακώματα, ορύγματα με συρματοπλέγματα, πρόχειρα πυροβολεία και θέσεις αυτομάτων όπλων. Η Τουρκική πλευρά διέθετε συνολικά 98,000 ένοπλους: 16 μεραρχίες, 3 συντάγματα πεζικού, 4 μεραρχίες και 1 ταξιαρχία ιππικού.

Ο πόλεμος στη Μ.Α. μέρα με τη μέρα οδηγείται στις μεγάλες αναμετρήσεις μεταξύ των δύο στρατών, Ελλάδος και Τουρκίας, οι οποίες και θα κρίνουν την έκβαση του αγώνος. Σ’ αυτήν την ένταση συμβάλλει και η παρουσία του βασιλιά Κων/νου μετά των διαδόχων του θρόνου συνοδευόμενος από τον πρωθυπουργό της Ελλάδος και μέλη του υπουργικού συμβουλίου. Στις τέσσερις και είκοσι το απόγευμα της 30ης Μαΐου 1921 ο βασιλιάς μετά της ακολουθίας του και του κυβερνητικού κλιμακίου αποβιβάζεται στη Σμύρνη από το θωρηκτό «Λήμνος», εν μέσω ενθουσιασμού του Σμυρναϊκού λαού ο οποίος έσπευσε να τον υποδεχτεί.



Πριν την αναχώρησή του από την Αθήνα, ο βασιλιάς Κων/νος απηύθυνε διάγγελμα προς τον Ελληνικό λαό, με τον οποίο τον ενημέρωνε για το επικείμενο ταξίδι του

«Ινα τεθώ επί κεφαλής του Στρατού Μου εκεί όπου απ’ αιώνων παλαίει ο Ελληνισμός. Υπό την ευλογίαν του υψίστου, η Νίκη θα επιστέψει τους αγώνες του Γένους, ακατασχέτως χωρούντος επί την αποστολήν του». Με άλλο διάγγελμα προς τον στρατό της Μ.Α μετά την άφιξή του στην Σμύρνη έλεγε: «Στραιώται. Η φωνή της πατρίδος με εκάλεσε και πάλιν επί κεφαλής υμών. Δεχθήτε τον εγκάρδιον του βασιλέως σας χαιρετισμόν. Είμαι υπερήφανος δια εσάς. Διά την αποφασιστικότητα με την οποία αγωνίζεσθε τον απελευθερωτικόν της φυλής αγώνα, εδώ όπου από αιώνων πνέει ο ελληνισμός. Ο βασιλεύς είναι μαζί σας και σας οδηγεί εκεί όπου η επιταγή της πατρίδος μας καλεί όλους. Ο ύψιστος θα ευλογήσει τον δίκαιο αγώνα σας».


Κορδελιό 31 Μαΐου 1921, Κων/νος Β’
Με την άφιξή του στη Σμύρνη και τη συμμετοχή του στις επιχειρήσεις ο βασιλιάς ήλπιζε όχι μόνο στην απελευθέρωση της Ιωνίας και της συντριβής του Κεμαλικού στρατού, αλλά και τη σταθεροποίησή του στο βασιλικό θρόνο της Ελλάδος. Πέρα από κάθε συζήτηση για την τακτική που έπρεπε να εφαρμοστεί για τις επιχειρήσεις, το έθνος άρχιζε μια μεγάλη προσπάθεια για την κατάληψη της Κιουτάχειας - Εσκί Σεχήρ και Αφιόν Καραχισάρ. Οι επιχειρήσεις του Ιουνίου - Ιουλίου 1921 προέβλεπαν ως βασικό του στόχο τη συντριβή του συγκεντρωμένου στην Κιουτάχεια όγκου του τουρκικού στρατού και την κατάληψη του σπουδαιότερου κέντρου ανεφοδιασμού του, του Εσκί Σεχήρ.

Το επιχειρησιακό σχέδιο που καταρτίστηκε ήταν άριστο. Επρόκειτο για σχέδιο στρατηγικών ελιγμών και όχι για κατά μέτωπο επίθεση και προσβολή του εχθρού, όπως συνέβη το Μάρτιο του ίδιου έτους. Η αριθμητική δύναμη της Στρατιάς την 21 Ιουνίου 1921 αριθμούσε 6.159 αξιωματικούς και 193.994 οπλίτες. Να θυμίσουμε εδώ τον αναγνώστη ότι μαζί με την επιστράτευση που έγινε στην Ελλάδα επιστρατεύθηκαν και Μικρασιάτες Έλληνες των κλάσεων 1910 - 1921 και έλαβαν μέρος στις επιχειρήσεις της περιόδου εκείνης. Αλλά και η Τουρκική δύναμη εκείνο τον Ιούνιο είχε 79.530 αξιωματικούς και οπλίτες και 7.350 ιππείς και μαζί με τους άτακτους τσέτες πλησίαζαν τις 100.000, με 140 πυροβόλα και 300 πολυβόλα.

Είχε ακόμη στην εφεδρεία 14.000 πεζούς και 1.200 ιππείς. Οι Τούρκοι ύστερα από τη διευθέτηση των σχέσεών τους με τους Γάλλους και Ιταλούς και αργότερα με τους Άγγλους δεν έχουν πλέον συγκρούσεις μαζί τους. Γι’ αυτούς ο εχθρός είναι πια ένας: «Οι ιστορικοί κληρονόμοι της Μικράς Ασίας, το βασιλικό γένος των Ρωμαίων, ο Ελληνισμός». Η καθορισμένη ημερομηνία για την έναρξη της επίθεσης ήταν η 28η Ιουνίου 1921. Από τις 20 Ιουνίου η Ελληνική Στρατιά άρχισε να κινείται προς τις γραμμές τις εξορμήσεως. Ο Ελληνικός λαός με πολλή αγωνία αλλά και συγκίνηση, μάθαινε το πρωί της 25 Ιουνίου ότι η πολυπόθητη στιγμή της επίθεσης έφτασε. Ελπίζει και πιστεύει στη νίκη του στρατού.

Ένας μεγάλος συγγραφέας, εκδότης αργότερα του εγκυκλοπαιδικού λεξικού Ήλιος, πολεμικός ανταποκριτής τότε, ο Ιωάννης Πασσάς, της εφημερίδας «Κόσμος» γράφει στο βιβλίο του «Με τον στρατόν μας στην νίκην» για την ημέρα εκείνη:

«Ο ήλιος της 28ης Ιουνίου, σιγά-σιγά χάνεται πίσω από τις αριστερά του Τουμλούρ Μπουνάρ βουνοκορφές για να σβήσουν μαζί του και αι τόσαι προηγηθείσαι αμφιβολίαι και διστακτικότητες, περί της επί τόσον καιρόν μελετώμενης και αναμενόμενης Ελληνικής επιθέσεως.

Σε αυτά εδώ τα υψώματα η θεριωμέν, η Ελληνική ψυχή συσφίγγεται από ημέρες τώρα, για ν’ απλωθεί αύριο θυελώδης, ακάθεκτη, μεγαλειώδης, ακατάβλητη, επάνω από τα αλλεπάλληλα Νταγ της Ασίας, κυρίαρχος και κήρυξ της θελήσεως και των δικαίων, ενός καταδυναστευθέντος επί αιώνας ολοκλήρου λαού. Τη βραδιά αυτή κάτω από τον αστροκέντητον θερινόν ουρανόν, τα μεγάλα πεπρωμένα έπλεκαν τον νέον στέφανον, ο οποίος έμελλε μετ’ ολίγας ημέρας να τεθεί αμάραντος στο μέτωπον της αηττήτου Ελλάδος μας».

Οι γύρω από το Εσκί Σεχήρ συγκρούσεις ήταν οι πιο σημαντικές και συγκλονιστικές από όσες είχαν γίνει σε εκείνο τον πόλεμο. Βέβαια, τα εδαφικά κέρδη ήταν μεγάλο, όμως, και το τίμημα ήταν με βαριές απώλειες. Τις ημέρες εκείνες οι εφημερίδες στην Αθήνα μιλούσαν με τα πιο ενθουσιώδη λόγια για τον ηρωισμό των στρατιωτών. Ήταν, όμως, γεμάτες με τα ονόματα των νεκρών και των τραυματιών. Τα συναισθήματα των Ελλήνων ανάμεικτα. Μόνη ελπίδα σε όλους παρέμενε η σκέψη ότι αυτός ο πόλεμος γρήγορα θα τελειώσει με την πλήρη συντριβή του εχθρικού στρατού.

Στα μέσα Ιουλίου 1921, ο Ελληνικός στρατός είχε καταλάβει τις στρατηγικής σημασίας πόλεις: Εσκί Σεχήρ, Κιουτάχεια και Αφιόν Καραχησάρ. Και μια σύμπτωση που μόνο η ιστορία γνωρίζει να παρουσιάζει. Ο στρατηγός Παπούλας έφτασε από τη Σμύρνη στην Κιουτάχεια και έγινε ο κυρίαρχός της. Ο στρατηγός, όμως, καταγόταν από το Μεσολόγγι και κυρίευσε την Κιουτάχεια, πατρίδα του Μεχμετ Πασά, γνωστού από την Ελληνική ιστορία, ως Κιουταχή. Εκατό χρόνια ακριβώς (από το 1821) πέρασαν από τότε που ο Τούρκος στρατηγός είχε κυριεύσει το Μεσολόγγι. Φαίνεται ότι η ιστορία εκδικείται. Από την εξόρμηση των ημερών εκείνων οι απώλειες έφτασαν συνολικά σε 8.100 εκ των οποίων 1.500 ήσαν νεκροί στο πεδίο της μάχης.

Ακολούθησε πολεμικό συμβούλιο στην Κιουτάχεια με πρόεδρο τον Κων/νο και με την παρουσία του πρωθυπουργού Δ. Γούναρη για να αποτιμήσει τη νέα κατάσταση όπως διαμορφώθηκε και να ληφθούν αποφάσεις για τις επόμενες κινήσεις. Επικράτησε η αντίληψη ότι ο Κεμαλικός στρατός έφτασε στα όριά του και ότι αν δεχτεί ακόμη ένα τέτοιο κτύπημα θα διαλυθεί. Έτσι, πάρθηκε από την πολιτική και στρατιωτική ηγεσία η προέλαση του Ελληνικού στρατού. Οι Τουρκικές δυνάμεις διοικούντο από άξια ηγεσία η οποία έπαιρνε σε κάθε περίπτωση γρήγορα γενναίες αποφάσεις που βοηθούσαν στην ευνοϊκή γι’ αυτούς εξέλιξη των επιχειρήσεων. Έτσι, ο Ισμέτ Πασάς (τώρα Ινονού) κάλεσε στο στρατηγείο του τον Κεμάλ γιατί διαπίστωσε ότι η κατάσταση ήταν κρίσιμη.

Ο Κεμάλ εκτίμησε γρήγορα την κατάσταση και αποφάσισε: «Εάν ο Τουρκικός στρατός παραμείνει υπερασπιζόμενος το Εσκί Σεχήρ, θα κυκλωθεί, θα εγκλωβιστεί και θα καταστραφεί». Αμέσως διέταξε την εκκένωση της πόλης και την υποχώρηση του στρατού σε βάθος 300 χιλιομέτρων στην ανατολική πλευρά του Σαγγάριου ποταμού. Εκεί όρισε την αμυντική του γραμμή, η οποία έπρεπε τώρα να οχυρωθεί και να την υπερασπιστεί για την κάλυψη της Άγκυρας. Η απόφαση που πήρε το πολεμικό συμβούλιο στις 15 Ιουλίου 1921, υπό την προεδρία του βασιλιά Κων/νου, παρουσία του πρωθυπουργού και του υπουργού στρατιωτικών προέβλεπε προέλαση προς Άγκυρα.



Η απόφαση, βέβαια, ήταν ομόφωνη. Την αντίθετη άποψη που είχε ο αντιστράτηγος Παπούλας, δυστυχώς, δεν τη διατύπωσε γιατί χρεώθηκε τις αποτυχίες των προηγούμενων ημερών. Όλοι είχαν εμπιστοσύνη στα μέλη του ΓΕΣ, γιατί ήταν εμπειροπόλεμα, πλην, όμως, απομακρυνθέντες για αρκετό διάστημα από το στρατό. Αγνοούσαν τα νέα όπλα, τις νέες μεθόδους τακτικής στη μάχη και, το σπουδαιότερο, αγνοούσαν την κατάσταση της Μικράς Ασίας. Η πολιτική ηγεσία παρασύρθηκε από τους αισιόδοξους συμβούλους της που δεν εκτίμησαν καλά τις νέες συνθήκες που προέκυψαν.

Αγνοήθηκε ακόμη και η διαφωνία του Διευθυντή εφοδιασμού της στρατιάς σε μια απόσταση 300 χιλιομέτρων ανατολικά του Εσκί Σεχήρ. Κατά την προέλασή του προς το Σαγγάριο ποταμό της Ελληνικής Στρατιάς, η 9η Ελληνική μεραρχία αναγκάστηκε να προχωρήσει μέσα από τα βόρεια κράσπεδα της Αλμυρής Ερήμου. Το πρωί της 10ης Αυγούστου 1921 άρχισε σ’ ολόκληρη τη γραμμή μέτωπο της Ελληνικής Στρατιάς η γενική επίθεση. Στόχος της Στρατιάς ήταν η συντριβή των εχθρικών δυνάμεων, η καταστροφή των βάσεων ανεφοδιασμού και της σιδηροδρομικής γραμμής. Η Ελληνική επίθεση στη μάχη, του Σαγγάριου ξεκίνησε με 120.000 άνδρες, έχοντας απέναντί της 90.000 Τούρκους.

Η μάχη αυτή διήρκησε 16 ημέρες και εξάντλησε τον Ελληνικό στρατό γιατί οι νεκροί για τους Έλληνες ήταν 18.000 και για τους Τούρκους 13.000 περίπου. Η τελευταία σημαντική στρατιωτική επιχείρηση στη Μικρά Ασία το 1921 υπήρξε η απόκρουση από τον Ελληνικό στρατό της Τουρκικής επιθέσεως στο Αφιόν Καραχισάρ, την περίοδο από 17 μέχρι 25 Σεπτεμβρίου 1921. Η Τουρκική επίθεση αποκρούστηκε σε όλο το μέτωπο και οι Τούρκοι επέστρεψαν στη βάση τους ανατολικά από το Σαγγάριο. Οι απώλειες των τελευταίων ημερών στη μάχη του Αφιόν Καραχισάρ ήταν: 9 αξιωματικοί και 96 οπλίτες νεκροί, 33 αξιωματικοί τραυματίες, 470 οπλίτες και 22 αγνοούμενους.

Η ΜΕΓΑΛΗ ΜΑΧΗ ΣΤΟ ΣΑΓΓΑΡΙΟ ΠΟΤΑΜΟ ΚΑΙ ΚΑΛΕ ΓΚΡΟΤΟ

Η ΜΑΧΗ ΤΟΥ ΣΑΓΓΑΡΙΟΥ


Μετά τις νίκες του Ελληνικού στρατού στο Εσκή Σεχίρ και Αφιόν Καραχισάρ της Μικράς Ασίας το καλοκαίρι του 1921 αποφασίστηκε ότι ο μόνος τρόπος επίλυσης του προβλήματος ήταν η συνέχιση της πολεμικής προσπάθειας κατά των Τούρκων και ο εξαναγκασμός τους σε συνθηκολόγηση. Στο Πολεμικό Συμβούλιο που πραγματοποιήθηκε στην Κιουτάχεια στις 15 Ιουλίου 1921 υπό την προεδρία του Βασιλιά Κωνσταντίνου, έλαβαν μέρος:

Ο Πρωθυπουργός Δημήτριος Γούναρης, ο Υπουργός Στρατιωτικών Νικόλαος Θεοτόκης και ο Αρχιστράτηγος Παπούλας και μέσα σε κλίμα σκεπτικισμού και επιφυλακτικότητας αποφασίστηκε η προέλαση προς την Άγκυρα,πράγμα που προϋπόθετε την κάμψη των οχυρωμένων εχθρικών δυνάμεων στον Σαγγάριο ποταμό. Έτσι ορίστηκε ως σκοπός η διάλυση του Τουρκικού στρατού με εκτέλεση επιδρομής προς Άγκυρα για συντριβή των εχθρικών δυνάμεων. Η όλη επιχείρηση παρουσίαζε εξ αρχής σοβαρές δυσχέρειες αφού η απόσταση μεταξύ Εσκή Σεχίρ και Άγκυρας ήταν πέραν των 300 χιλιομέτρων.

Παρά ταύτα κρίθηκε ότι τα διατιθέμενα μέσα επαρκούσαν για την προχώρηση της Ελληνικής Στρατιάς έως το Σαγγάριο ποταμό και σε περίπτωση απόσυρσης των Τούρκων ανατολικά του Σαγγάριου οι φίλιες δυνάμεις θα ενεργούσαν αναλόγως των συνθηκών. Για την υλοποίηση της παραπάνω απόφασης η Ελληνική Στρατιά σχεδίασε προέλαση τριών Σωμάτων Στρατού προς τον ανατολικό κλάδο του Σαγγάριου ποταμού, στη συνέχεια ταχεία μεταφορά του όγκου των δυνάμεων νοτιανατολικά του ποταμού και τέλος εκτόξευση επίθεσης κατά του βορείως Τουρκικού μετώπου για κύκλωση του εχθρού.

Από 10ης Αυγούστου 1921 άρχισε η προέλαση της Ελληνικής Στρατιάς και μέχρι την 14 του ιδίου μήνα κατέλαβε την πρώτη αμυντική τοποθεσία των Τούρκων. Στη συνέχεια ακολούθησε επίθεση κατά της δεύτερης αμυντικής τοποθεσίας με πολύνεκρες μάχες και προσπάθεια από πλευράς Ελλήνων για διεύρυνση προγεφυρώματος ανατολικά του Σαγγάριου, χωρίς όμως επιτυχή έκβαση. Μετά την 23 Αυγούστου η Στρατιά αποφάσισε να διακόψει τις επιθετικές επιχειρήσεις και να οργανωθεί αμυντικά. Από το πρωί της 28ης Αυγούστου αρχίζει η Τουρκική αντεπίθεση που οδηγεί σε απόσυρση των Ελληνικών δυνάμεων δυτικώς του ποταμού ενώ αποκρούονται επί πενθήμερο επανειλημμένες Τουρκικές επιθέσεις με σοβαρές απώλειες.

Μέχρι την 4η Σεπτεμβρίου ο Ελληνικός στρατός έφθασε αναδιπλούμενος ξανά στην τοποθεσία Εσκή Σεχίρ. Μετά από την τεράστια ενέργεια που επιχειρήθηκε μη επιτυχώς διαπιστώθηκαν ότι:

1. Η δύναμη που διατέθηκε ήταν ανεπαρκής και όχι ανάλογη του επιδιωκόμενου σκοπού.

2. Δεν τηρήθηκε επαρκής εφεδρεία ενώ η οργάνωση των μεταφορών ήταν αναποτελεσματική.

3. Δεν έγινε κατορθωτή η παραπλάνηση του αντιπάλου ούτε και η ταχεία συγκέντρωση των ελληνικών δυνάμεων ώστε να μην υπάρξει χρόνος για Τουρκική αντίδραση.

4. Δεν έγινε εκμετάλλευση ευνοϊκών συνθηκών ενώ οι πληροφορίες περί εχθρού ήταν ασαφείς και όχι συγκεκριμένες.

5. Τέλος η επιτυχής σύμπτυξη της Στρατιάς ήταν άθλος της εποχής αφού σε μία μόνο νύχτα συμπτύχθηκαν τρία ολόκληρα σώματα στρατού.

ΣΥΓΚΡΙΣΗ ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΩΝ ΔΥΝΑΜΕΩΝ

Ελλήνων

9 Μεραρχίες, 1 Σύνταγμα Πεζικού, 1 Ταξιαρχία ιππικού, 1 Σύνταγμα βαρέως πυροβολικού και 2 Μοίρες πυροβολικού των 105 χιλιοστών. Οι παραπάνω Μεραρχίες ενετάχθησαν ανά τρεις στα Α',Β' και Γ' Σώματα Στρατού. Από το σύνολο των 120.000 ανδρών η καθαρή μάχιμη δύναμη ανερχόταν σε 1.860 αξιωματικούς, 75.000 οπλίτες, 296 πυροβόλα διαφόρων διαμετρημάτων και 18 αεροπλάνα.



Τούρκων

17 Μεραρχίες, 4 Μεραρχίες και 1 Ταξιαρχία ιππικού, 2 ανεξάρτητα συντάγματα πεζικού, 2 ανεξάρτητα συντάγματα ιππικού, ακαθόριστος αριθμός αεροπλάνων και ήταν οργανωμένοι σε 6 ομάδες Μεραρχιών και 1 ομάδα μεραρχιών ιππικού. Η εκτιμώμενη δύναμη σε άνδρες ήταν περίπου 85.000 - 105.000.

Η μικρή αριθμητική διαφορά μεταξύ των εχθρικών δυνάμεων, παρά τον μεγάλο αριθμό των Τουρκικών Μεραρχιών, οφείλεται στη διαφορετική σύνθεση των μονάδων, αφού αριθμητικά μία Ελληνική μονάδα περιελάμβανε διπλάσιο αριθμό ανδρών. Η πραγματική δύναμη του Τουρκικού στρατού ήταν πολύ μεγαλύτερη καθόσον συνέπρατταν πολλοί άτακτοι των οποίων ο αριθμός δε δύναται να υπολογισθεί.

Η ΣΥΓΚΡΟΥΣΗ

H μετριότητα της Ελληνικής στρατιωτικής ηγεσίας οδήγησε στη συμφορά του Αυγούστου του 1921, που έναν χρόνο αργότερα μετατράπηκε σε εθνική καταστροφή. O Έλληνας στρατιώτης, αήττητος στο πεδίο της μάχης, εξαργύρωσε με το αίμα του τη διστακτικότητα της ανώτατης διοίκησης και την ανικανότητά της να εκτιμήσει σωστά τα στρατηγικά πλεονεκτήματα των Κεμαλικών δυνάμεων, που αναπτερωμένες πλέον από τη νίκη, έθεταν στο στόχαστρο ολόκληρο τον Ελληνισμό της Μικράς Ασίας. Την άνοιξη του 1921, οι Ελληνικές ένοπλες δυνάμεις που ενεργούσαν στη M. Aσία έπαυσαν κάθε δραστηριότητα μεγάλης κλίμακας, εξαιτίας των καιρικών συνθηκών που επικρατούσαν στην περιοχή.

H ηγεσία του στρατού αξιολογούσε ως σωτήρια αυτή την περίοδο ύφεσης των εχθροπραξιών, αφού έτσι θα εξασφαλιζόταν μία πιο ολοκληρωμένη και αποτελεσματική προετοιμασία ενόψει των μελλοντικών επιθετικών σχεδίων της. Άλλωστε, οι Έλληνες στρατιώτες είχαν πρόσφατα δοκιμάσει την πρώτη αποτυχία τους από τη στιγμή της απόβασής τους στη Σμύρνη, τον Μάιο του 1919. Αυτό συνέβη κατά τις επιχειρήσεις του Μαρτίου, όταν τα A' και Γ' Σ.Σ. δεν κατάφεραν να προωθηθούν επιτυχώς προς το Αφιόν Καραχισάρ και το Εσκί Σεχίρ αντίστοιχα. Επομένως, η προσωρινή παύση του πυρός θα τόνωνε τη λαβωμένη ψυχολογία των μαχητών.

Στην ανύψωση, βέβαια, του ηθικού των Ελλήνων συνετέλεσε και η θετική μεταστροφή της στάσης των δυνάμεων της Αντάντ, η οποία εξασφάλιζε διπλωματική στήριξη των Ελληνικών θέσεων και προμήθεια πολεμικού υλικού στις μονάδες της πρώτης γραμμής. Όταν, μάλιστα, παρατηρήθηκε επιδείνωση στις Γαλλοτουρκικές σχέσεις, που ως αποτέλεσμα είχε να στερηθούν οι Κεμαλικές δυνάμεις έναν πολύτιμο για τις κρίσιμες εκείνες ώρες σύμμαχο, οι προετοιμασίες για τη νέα επιθετική δράση εντατικοποιήθηκαν.

H επιστράτευση της κλάσης του 1912 και του 1913 α, ώστε να αποδεσμευτούν η 4η και 9η Μεραρχία και να συνδράμουν το Μικρασιατικό μέτωπο, σε συνδυασμό με την εγκατάσταση στη M. Aσία της ανεξάρτητης 12ης Mεραρχίας, που μέχρι τότε στάθμευε στην ανατολική Θράκη, είχαν ως αποτέλεσμα τη μεγιστοποίηση τη ισχύος του Ελληνικού στρατού από αρχής της εκστρατείας: 200.000 περίπου άνδρες, 12.500 ντόπιοι εθελοντές, 300 κανόνια και 700 πολυβόλα (αλλά με σοβαρές ελλείψεις σε ιππικό, αναγνωριστικά αεροσκάφη και ασύρματες επικοινωνίες).

Tο πλεονέκτημα της Ελληνικής πλευράς εστιαζόταν τώρα στην ταχύτητα μετακινήσεων και την επίτευξη απόλυτου συντονισμού των μονάδων δράσης, ώστε να μην επαναληφθούν τα λάθη του Μαρτίου, όταν τα A' και Γ' Σ.Σ. είχαν διαταχθεί να ενεργήσουν ανεξάρτητα. O ίδιος ο βασιλιάς Κωνσταντίνος τοποθέτησε στη Σμύρνη το στρατηγείο του από τις αρχές του IΙυνίου, θέλοντας να επιβλέψει προσωπικά την εξέλιξη των επιχειρήσεων και να επιβάλει τον απαιτούμενο συγχρονισμό. Από την πλευρά τους, οι Τούρκοι διέθεταν αξιόμαχο ιππικό, τέλεια γνώση των εδαφικών και κλιματολογικών ιδιομορφιών της περιοχής, παρατηρητήρια αναγνώρισης και καλά στημένο κατασκοπευτικό δίκτυο.

H συνεργασία των ντόπιων Τουρκικών πληθυσμών με τις Κεμαλικές δυνάμεις ήταν πραγματικά μία διαρκής πληγή για τους Έλληνες, όπως επίσης οι ανεξάρτητες Τουρκικές μονάδες ιππικού και οι Τσέτες. Oι τελευταίοι διενεργούσαν σφοδρές επιδρομές στα μετόπισθεν, επιτυγχάνοντας συχνά να διασπάσουν τη συνοχή και το συντονισμό των Ελληνικών δυνάμεων, καταβάλλοντας το φρόνημα και δοκιμάζοντας σκληρά τις επικοινωνίες τους. Σε πρώτη φάση, οι Τουρκικές δυνάμεις αναγκάστηκαν σε μία ηχηρή ήττα κατά τη συμπλοκή που έλαβε χώρα στον κόμβο της Κιουτάχειας. Oταν την 3η Ιουλίου το Γ' Σ.Σ. προσέγγισε την Κιουτάχεια, ο διοικητής των δυνάμεων που υπερασπίζονταν την πόλη, ο έμπειρος Ισμέτ Iνονού, διέταξε σύμπτυξη προς το Εσκί Σεχίρ.

O αξιοθαύμαστος αυτός ελιγμός, που αποδίδεται δίκαια στο αλάθητο ένστικτο του Κεμάλ, έσωσε την τελευταία στιγμή τις μάχιμες Τουρκικές δυνάμεις από ολοκληρωτική συντριβή. Hταν τόση η αγωνία του Κεμάλ να αποφευχθεί αυτή η κυκλωτική κίνηση των Ελλήνων, που επισκέφθηκε προσωπικά τον Ισμέτ, για να τον πείσει να υποχωρήσει. Κατόπιν, επέστρεψε στην Άγκυρα. Στο μεταξύ, ενισχυμένο από την 12η Μεραρχία και μία ταξιαρχία ιππικού, το A' Σ.Σ. είχε ήδη από την 1η Ιουλίου ολοκληρώσει την κατάληψη της γραμμής Ακτσάλ Νταγ - Τσαούς Τσιφλίκ - Καραμπουγιουκλού Νταγ - Ρουκλού Νταγ - Aκ Βιράν - Αφιόν Καραχισάρ.

Την ίδια μέρα, το Αφιόν Καραχισάρ κατελήφθη από την 4η Μεραρχία. Tην επομένη, το B' Σ.Σ. χτύπησε το Ακτσάλ Νταγ και τα υψώματα Τσαούς Τσιφλίκ, ενώ το A' Σ.Σ. έφτασε στην περιοχή Ερικλή και στα υψώματα Νασούχ Τσαλ. Στις 4 Ιουλίου, απόσπασμα της 9ης Μεραρχίας κατέλαβε την Κιουτάχεια και το Γ' Σ.Σ. στράφηκε προς το Εσκί Σεχίρ για να συναντήσει τις δυνάμεις του Ισμέτ. Στις 8 Ιουλίου οι μονάδες του A' Σ.Σ. συγκρούσθηκαν με τις τουρκικές δυνάμεις, τις οποίες κατατρόπωσαν. Αλλά, εκτιμώντας επιπόλαια την κατάσταση, το επιτελείο δεν ενθάρρυνε μία εκμηδενιστική καταδίωξη του εχθρού, κάτι που επέτρεψε για μία ακόμη φορά τη διάσωσή του.



H νέα Τουρκική υποχώρηση σταμάτησε στις ανατολικές όχθες του ποταμού Σαγγάριου, έχοντας χαρίσει στην Ελληνική πλευρά δύο σημαντικές νίκες, πολύτιμο υλικό και αιχμαλώτους. Όμως, ο σπουδαιότερος αντικειμενικός στόχος, που ήταν η εξολόθρευση των Κεμαλικών δυνάμεων, δεν είχε επιτευχθεί.

TO ΦIΛOΔOΞO EΛΛHNIKO ΣXEΔIO (ΠPOΣ THN AΓKYPA)

Μπροστά στην πίεση που ασκούσαν οι επιτιθέμενες Ελληνικές στρατιές και αφού τα όπλα του δεν κατόρθωναν μία θεαματική αποτίναξη του Ελληνικού κλοιού, ο Κεμάλ είχε επιτυχώς ακολουθήσει μέχρι εκείνη τη στιγμή μία πολιτική υποχώρησης και αναδιοργάνωσης του στρατού του. Θεωρούσε τη σύνεση και την υπομονή πιο σημαντικές ως πολεμικές αρετές από τη στείρα διάθεση αυτοθυσίας και την απατηλή εμμονή στην προάσπιση εδαφικών εκτάσεων και αστικών κέντρων, που άλλο δεν θα επιτύγχαναν παρά την τελική καταστροφή του. Στην Άγκυρα, όμως, όπου η εθνοσυνέλευση διψούσε για μία εντυπωσιακή αντεπίθεση ικανή να χαρίσει την πρωτοβουλία των ενεργειών στην Τουρκική πλευρά, οι αντιδράσεις προς την τακτική της αναδίπλωσης ολοένα αυξάνονταν.

Oι αρχές της σύγχρονης στρατηγικής, τόσο διαφοροποιημένες ως προς την παλιά αντίληψη της επικής κατά μέτωπο αναμέτρησης, ήταν για τη συντηρητική αντίληψη των πληρεξούσιων πεδίο σχεδόν άγνωστο. Όχι όμως για το διορατικό και ευφυέστατο Κεμάλ, που διέβλεψε έγκαιρα ότι κάθε επιμήκυνση των γραμμών ανεφοδιασμού των Ελλήνων θα μπορούσε να τους στοιχίσει μία σημαντική ήττα. Επιπλέον, στο Σαγγάριο οι Τούρκοι θα εκμεταλλεύονταν το φυσικό κώλυμα του ποταμού, προκειμένου να αναχαιτίσουν την επιθετική ορμή των Ελλήνων και ταυτόχρονα θα είχαν την αναγκαία χρονική πίστωση για αναδιοργάνωση της αμυντικής διάταξής τους.

Αυτή η σθεναρή επιχειρηματολογία, εκφρασμένη από τα επιτήδεια χείλη του Ατατούρκ, έκαμψε κάθε επίμονη αντίδραση των μελών της εθνοσυνέλευσης. Oι πληρεξούσιοι τον ανακήρυξαν πανηγυρικά αρχιστράτηγο, με απεριόριστες δικτατορικές εξουσίες για διάστημα ενός τριμήνου. Στο αντίπαλο στρατόπεδο, η Ελληνική ηγεσία ανησυχούσε τώρα για τις επερχόμενες βροχές του Σεπτεμβρίου και τη "δαπανηρή" παραμονή του στρατεύματος στη γραμμή Ασκί Σεχίρ - Αφιόν Καραχισάρ. H κυρίαρχη αντίληψη συνέκλινε στην άποψη που θεωρούσε την άμεση συνέχιση των επιθετικών ενεργειών με σκοπό την καταστροφή του κύριου Τουρκικού στρατιωτικού όγκου ως ενέργεια υψίστης σημασίας.

H κατάληψη της Άγκυρας θα εξασφάλιζε, άλλωστε, εφόδια υπέρ των Ελλήνων και ο αρνητικός ψυχολογικός αντίκτυπος που θα δημιουργούσε στην εχθρική όχθη, θα εξανάγκαζε τον Κεμάλ σε συνθηκολόγηση. O αντίλογος σε αυτή την τοποθέτηση είχε ως βασικό επιχείρημα την απόσταση των 265 χιλιομέτρων που απείχε η Τουρκική πρωτεύουσα από τη νέα βάση των Ελλήνων στο Εσκί Σεχίρ. Αλλά η φωνή της λογικής, που από το στόμα του διευθυντή του 4ου Γραφείου (διοικητικής μέριμνας) συνταγματάρχη Γεωργίου Σπυρίδωνος επέμενε πεισματικά στο παράτολμο του όλου εγχειρήματος, δεν εισακούσθηκε.

Στο Μεγάλο Πολεμικό Συμβούλιο που πραγματοποιήθηκε στην Κιουτάχεια στις 15 Ιουλίου 1921 υπό την προεδρία του βασιλιά Κωνσταντίνου, έλαβαν μέρος ο πρωθυπουργός, Δημήτριος Γούναρης, ο υπουργός Στρατιωτικών, Νικόλαος Θεοτόκης, ο αρχιστράτηγος Παπούλας, ο επιτελάρχης της στρατιάς, συνταγματάρχης Κωνσταντίνος Πάλλης, ο Βασίλειος Δούσμανης και ο Ξενοφών Στρατηγός. Τελικά, σε κλίμα σκεπτικισμού και επιφυλακτικότητας, αποφασίστηκε η προέλαση προς την Άγκυρα, ενέργεια που προϋπέθετε την κάμψη των οχυρωμένων στο Σαγγάριο εχθρικών δυνάμεων. H 1η Αυγούστου ορίστηκε ως ημερομηνία εκκίνησης της επιχείρησης.

Από την προηγούμενη μέρα, όλες οι μονάδες έλαβαν τις προκαθορισμένες θέσεις εξόρμησης στη γραμμή Ακ Μπουνάρ - Καρά Τοκάτ - Σεϊντί Γαζί. Ήδη ο πρίγκιπας Ανδρέας είχε αναλάβει τη διοίκηση του B' Σ.Σ., αντικαθιστώντας τον υποστράτηγο Αριστοτέλη Βλαχόπουλο, ο συνταγματάρχης Περικλής Καλλιδόπουλος τη διοίκηση της "Ανεξάρτητης" 12ης Μεραρχίας και ο συνταγματάρχης Ανδρέας Καλλίνσκης της 9ης Μεραρχίας στη θέση του συνταγματάρχη Βλάση Τσιρογιάννη. O ίδιος ο Κωνσταντίνος μετέφερε πάλι το στρατηγείο του από τη Σμύρνη στο Εσκί Σεχίρ. Tρία σώματα στρατού και η Ταξιαρχία Ιππικού (μία συνολική δύναμη 80.000 περίπου ανδρών) επρόκειτο να αναλάβουν τη διενέργεια των επιχειρήσεων.

Κάθε σώμα αποτελείτο από 3 μεραρχίες. Tο A' Σ.Σ. και το Γ' Σ.Σ. θα κινούνταν ανάμεσα στον ποταμό Πουρσάκ και στο νότιο Σαγγάριο. Tο B' Σ.Σ. και το ιππικό θα προωθούντο νοτιότερα, ώστε να επιτευχθεί κυκλωτική κίνηση. H 4η Μεραρχία θα παρέμενε στο Αφιόν Καραχισάρ για να προστατεύει τις συγκοινωνίες με τη Σμύρνη και η 11η Μεραρχία στο Κιοπρού Χισάρ για να καλύπτει τις συγκοινωνίες με την Προύσα. O Κεμάλ δεν άργησε να ενεργήσει. Mε συγκεντρωμένες τις δυνάμεις του, τοποθετήθηκε στις ανατολικές όχθες του ποταμού, όπου τα οχυρωματικά έργα είχαν φτάσει σε ικανοποιητικότατο στάδιο.

Σε αυτές τις οχυρώσεις ανάσχεσης, που είχαν ξεκινήσει εσπευσμένα από τις πρώτες μέρες εκδήλωσης των επιθέσεων του Mαρτίου και στις οποίες είχε δοθεί αυστηρή προτεραιότητα μετά τη μάχη του Εσκί Σεχίρ, βασίζονταν τώρα οι Τούρκοι, απολαμβάνοντας τους καρπούς της προνοητικότητάς τους. Σε μία αμυντική γραμμή μήκους 65 χιλιομέτρων και βάθους 25 - 35 χιλιομέτρων -που ξεκινούσε βόρεια από το Γόρδιο και κατέληγε στο Μανγκάλ Νταγ, περνώντας μέσα από αμέτρητα υδάτινα και άλλα κωλύματα- ανάμεσα σε ορεινούς όγκους που εξασφάλιζαν κλιμακωτή άμυνα και τουρκικές εστίες πυροβολικού, ο Κεμάλ παρέταξε 17 μεραρχίες πεζικού και 5 ιππικού, δηλαδή, μία συνολική δύναμη 72.000 ανδρών.

Tο σχέδιό του ήταν απλό: ''Άμυνα μέχρις εσχάτων και, σε περίπτωση πρόωρης εξάντλησης των επιτιθέμενων, αντεπίθεση με συμπαγείς δυνάμεις με σκοπό την απώθηση των Ελληνικών στρατευμάτων στην Αλμυρή Έρημο, ένα εκτεταμένο, δύσβατο, άνυδρο νεκροταφείο''.



H ΠPΩTH EΠIΘETIKH ENEPΓEIA

H προέλαση άρχισε σύμφωνα με το πλάνο την 1η Αυγούστου. Tα 3 σώματα στρατού κινήθηκαν σχεδόν παράλληλα, κατά μήκος των ποταμών Πουρσάκ και Σαγγάριου, χωρίς να συναντήσουν σοβαρή αντίσταση από οργανωμένο Τουρκικό στρατό. Mόνο ελαφριές παρακωλυτικές εμφανίσεις ιππικού παρατήρησαν, κυρίως αναγνωριστικού χαρακτήρα, και επιθέσεις ατάκτων. Όταν αντελήφθησαν ότι η σιδηροδρομική γραμμή, που ένωνε το Εσκί Σεχίρ με το Μπεϊλίκ Κιοπρού, είχε ανατιναχτεί σε πολλά σημεία και οι γέφυρες των ποταμών είχαν καταστραφεί, θεώρησαν πως οι Τούρκοι θα ακολουθούσαν οπωσδήποτε αμυντική τακτική. Αυτό τους ενθάρρυνε ώστε να εντατικοποιήσουν τις προωθητικές κινήσεις τους.

Στις 3 Αυγούστου, τα Ελληνικά στρατεύματα έφτασαν στις προφυλακές του εχθρού. Στην πραγματικότητα, αυτή η πρώτη γραμμή άμυνας των Τούρκων ήταν ακάλυπτη. Ωστόσο, η Ελληνική διοίκηση δεν έκρινε σκόπιμο να επιτεθεί, προτιμώντας μία σύντομη στάση δύο ημερών. Στις 5 του μηνός, μία διαταγή του Γενικού Επιτελείου την υποχρέωσε να κινηθεί νοτιότερα, με απώτερο σκοπό να στραφεί βορειοανατολικά, προσβάλλοντας τον εχθρό στον ποταμό Γκεούκ, στην ευρύτερη περιοχή της πόλης Ινλάρ Κατραντζί. Eρχόμενη σε αυτή τη θέση, βέβαια, η Ελληνική στρατιά θα είχε στα μετόπισθέν της τα βόρεια κράσπεδα της Αλμυρής Ερήμου, διακινδυνεύοντας να μην έχει ασφαλή οδό διαφυγής σε περίπτωση που κάτι δεν πήγαινε καλά.

Στην παράλληλη αυτή πορεία των τριών σωμάτων, μάλιστα, η νοτιότερη μεραρχία του B' Σ.Σ. (η 9η) αναγκάστηκε να βαδίσει μέσα στην έρημο, βασανιζόμενη από τον καυτό Αυγουστιάτικο ήλιο. H σκόνη που σήκωνε στο πέρασμά της γινόταν εύκολα αντιληπτή από τα Τουρκικά παρατηρητήρια, ώστε ο εχθρός ήταν σε θέση να γνωρίζει ανά πάσα στιγμή την τοξοειδή πορεία της. Αυτό αποδείχθηκε καθοριστικό, όταν η Ελληνική προφυλακή ήρθε σε πρώτη επαφή με την εμπροσθοφυλακή των Τούρκων, γιατί, ενόψει των ενισχύσεων που έφταναν στο σημείο (εφόσον ο Κεμάλ γνώριζε τη διάταξη και την πορεία των Ελλήνων).

Το B' Σ.Σ. παρέμεινε σε δευτερεύουσα γραμμή εφεδρείας και δεν μπόρεσε αμέσως να ρίξει το βάρος του στην επιθετική πρώτη κρούση. Μετά από πορεία τόσων χιλιομέτρων, χωρίς επάρκεια σε νερό, τρόφιμα και φάρμακα, οι Έλληνες στρατιώτες άρχισαν να υποφέρουν πολύ πριν δοθεί η πρώτη μεγάλη μάχη. H ακαταλληλότητα του συγκοινωνιακού δικτύου δεν καθυστερούσε απλώς τις μετακινήσεις, αλλά εμπόδιζε την έγκαιρη τροφοδοσία της πανστρατιάς, τη στιγμή που τα τρόφιμα σάπιζαν στις αποθήκες των μετόπισθεν ή στη διαδρομή προς το μέτωπο. Ζώα και άνθρωποι αρρώσταιναν ή πέθαιναν από εξάντληση σε τέτοιο ρυθμό, που οι επιθετικές ενέργειες του εχθρού φάνταζαν πια ασήμαντες.

Τότε φάνηκε η επιπολαιότητα της ηγεσίας κατά το σχεδιασμό και την προετοιμασία της προέλασης. Απέναντί τους, οι Τούρκοι απλώς περίμεναν την κατάλληλη στιγμή, έχοντας εξασφαλίσει τις γραμμές ανεφοδιασμού τους προς την κατεύθυνση της Άγκυρας, που απείχε μόλις 100 χλμ. από το μέτωπο. Αυτό που ακόμη κρατούσε σε υψηλά επίπεδα το ηθικό των Ελλήνων ήταν η μέχρι στιγμής ανυπαρξία εχθρικής αντίστασης και η ελπίδα ότι η μάχη, που επρόκειτο να διεξαχθεί μπροστά στην τουρκική πρωτεύουσα, θα ήταν η τελευταία και μάλιστα νικηφόρα για τους ίδιους. Στις 10 Αυγούστου ο Ελληνικός στρατός καταφέρνει να αγκιστρωθεί στην περιοχή νότια του Γκεούκ Κατραντζί, εκεί όπου αρχίζει ο ορεινός όγκος του Μανγκάλ Νταγ.

Oι Τούρκοι, μπροστά στην ορμή των επιτιθέμενων, πανικοβλήθηκαν κι επέτρεψαν τη διάσπαση του μετώπου στο αριστερό άκρο της αμυντικής παράταξής τους. H Ελληνική διοίκηση, εκτιμώντας εσφαλμένα ότι το σημείο εκείνο δεν αποτελούσε τον πυρήνα της εχθρικής άμυνας, μετέφερε την ημερομηνία της συνέχισης της επίθεσης στο βορειοδυτικό τομέα κατά μία ημέρα. Έτσι, αντί να προωθηθούν στις 11 Αυγούστου, άφησαν πολύτιμο χρόνο 24 ωρών στον εχθρό για να αναδιπλωθεί. Ας σημειωθεί ότι η VII Μεραρχία, που επιχειρούσε στην περιοχή, δεν έλαβε τη διαταγή της αναβολής, έτσι συνέχισε τη διεμβολή μόνη της, δημιουργώντας προγεφύρωμα βάθους τεσσάρων χιλιομέτρων.

Την επόμενη μέρα, το Ελληνικό στρατηγείο αφέθηκε να παραπλανηθεί από κάποιες πληροφορίες εναέριας παρατήρησης, που πιστοποιούσαν ότι το κέντρο βάρους της άμυνας των Τούρκων μετατοπιζόταν προς τα ανατολικά, αφήνοντας ευάλωτο το κέντρο. Oι εμπλεκόμενες μονάδες επέμεναν για το αντίθετο, αλλά η ηγεσία δεν πειθόταν. Έτσι, αντί να διατάξει την άμεση επίθεση του B' Σ.Σ., προώθησε τα A' και Γ', τα οποία προσέκρουσαν σε οργανωμένη αντίσταση. Χρειάστηκε σκληρός αγώνας δύο ημερών για να καταφέρουν τελικά οι Έλληνες να επικρατήσουν στη γραμμή Κιουτσούκ Γιαϊτσί - Μανγκάλ Νταγ - Ινλάρ Κατραντζί - Ιλιτζά.

H VII Μεραρχία διεύρυνε το προγεφύρωμά της ακόμη ενάμισι χιλιόμετρο, αλλά το πλεονέκτημα της πρώτης νίκης που πέτυχε το B' Σώμα έχει ήδη χαθεί. Oταν στις 13 του μηνός εφόρμησε από τα υψώματα του Μανγκάλ Νταγ προς το Καλέ Γκρότο, κατάφερε να απωθήσει τον εχθρό, που μία μέρα αργότερα προσπάθησε να οχυρωθεί βόρεια του Μπουγιούκ Τσαλίς, αλλά ήδη η απόσταση των V και XIII Μεραρχιών της από τις μονάδες εφοδιασμού κρίθηκε επισφαλής. Ωστόσο, ήταν και η πρώτη κατάληψη εχθρικής τοποθεσίας από την ελληνική σημαία. Tο A' Σ.Σ. δεν υστέρησε σε επιτυχία. Παραμονές της γιορτής της Παναγίας, έγινε κύριος των Δίδυμων Λόφων, αναγκάζοντας τους Τούρκους σε σύμπτυξη βορειότερα, στο Γιαμάκ.

O εχθρός είχε φέρει την "πλάτη του" μπροστά από τα βουνά του Ντικιλί Tας, οπότε δύσκολα θα μπορούσε να διαφύγει, αν οι άνδρες του A' Σ.Σ. τον καταδίωκαν. Αλλά αυτό δεν συνέβη. Tο Γ' Σ.Σ., στο μεταξύ, είχε προωθήσει τη X Μεραρχία του δυτικά του ποταμού Σαπάντζα Ντερέ και την έστρεψε δυτικά, διαγράφοντας μία αμβλεία τοξοειδή κίνηση πάνω στο χάρτη. Στις 16 Αυγούστου η κορυφογραμμή της Σαπάντζας βρέθηκε υπό Ελληνική κατοχή, ενώ τη νύχτα ολοκληρώθηκε η κατάληψη του οροπεδίου Τοϊντεμίρ από την III Μεραρχία.

O εχθρός συμπτύχθηκε στη γραμμή Σαριχαλίλ - Καραχαμτζαλί και στις 17 του μηνός ολοκληρώθηκε η κατάληψη της πρώτης οχυρωμένης Τουρκικής τοποθεσίας. Ανατολικότερα, η VII Μεραρχία διάνοιξε στις 17 Αυγούστου το στενό του Πολατλί, που βρίσκεται πάνω στον οδικό άξονα για την Άγκυρα, και στις 18 επανήλθε στη διοίκηση του Γ' Σ.Σ.




ΣTAΘEPOΠOIHΣH KAI ΣYMΠTYΞH

Tο A' Σ.Σ., από τη γραμμή που κατείχε (Εσκί Κισλά - Δίδυμοι Λόφοι στο αριστερό και κεντρώο πεδίο και το χείμαρρο Κατραντζί στο δεξί), επιτέθηκε προς το Γιαπάν Χαμάμ. Αλλά πριν από το Γιαπάν Χαμάμ, έπρεπε να επικρατήσει στα υψώματα του Αρντίζ Νταγ, που απλώνονταν μπροστά του. Αυτό επιτεύχθηκε το απόγευμα της 19ης Αυγούστου. Στη συνέχεια, σταθεροποιήθηκε στο ανατολικό τμήμα του όρους Τσαλ Νταγ (II Μεραρχία, στις 20 Αυγούστου) και στο νότιο ύψωμα, που βρισκόταν σε απόσταση 2 χιλιομέτρων από το Γιαπάν Χαμάμ. Δύο μέρες πριν, στις 18 Αυγούστου, το Γ' Σ.Σ. έχει καταλάβει τη δυτική πλευρά του Τσαλ Νταγ, υποχρεώνοντας τους Τούρκους σε εσπευσμένη σύμπτυξη μεταξύ των χωριών Καραγιαφσάν και Σεϊχαλί.

H III Μεραρχία σταθεροποιήθηκε ανατολικότερα, στο Μπαϊμπούρτ. Σε αυτό το σημείο, η Ελληνική στρατιωτική ηγεσία διαπίστωσε πως οι αρχικοί φόβοι της δικαιώνονταν. H υπερκέραση της αριστερής πλευράς του εχθρού, που είχε τεθεί από την αρχή της επίθεσης ως βασικός αντικειμενικός στόχος, δεν πραγματοποιήθηκε, εξαιτίας της ταχύτατης αναδίπλωσης προς τα πίσω των εχθρικών μονάδων. Επομένως, η καταστροφή του εχθρού παρέμενε για τους Έλληνες ανεκτέλεστο σχέδιο. Επίσης, η διάνοιξη της διαύλου προς Άγκυρα μέσω του Γιαπάν Χαμάμ είχε αποτύχει. Αυτή η καθυστέρηση για την Ελληνική στρατιά αποδεικνυόταν μέρα τη μέρα ολοένα πιο ασφυκτική, λόγω της σημαντικής απώλειας σε υλικό πολέμου και ανθρώπινο δυναμικό.

O ανεφοδιασμός, άλλωστε, ήταν ένα πρόβλημα που συνεχώς γιγαντωνόταν. Tο Γ' Σ.Σ. έπρεπε πλέον να προσπαθήσει να διευρύνει το προγεφύρωμα στην ανατολική όχθη του Σαγγάριου, ώστε να εξασφαλιστεί μία ενδεχόμενη γενική σύμπτυξη των Ελληνικών δυνάμεων στη δυτική, αν η πορεία προς την Άγκυρα έπαυε να αποτελεί βασική επιδίωξη. H διοίκηση της στρατιάς ήδη προσανατολιζόταν στην ιδέα να επανέλθει στην τοποθεσία που βρισκόταν μετά την 9η Ιουλίου, όταν η μάχη του Εσκί Σεχίρ είχε φέρει την Ελληνική δύναμη σε πλεονεκτικότατη θέση. Στις 22 Αυγούστου συνέταξε μία αναλυτική αναφορά, όπου τόνιζε τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματα του σεναρίου συνέχισης της επίθεσης.

O Ξενοφών Στρατηγός ανέλαβε να την υποβάλει στον υπουργό των Στρατιωτικών, Νικόλαο Θεοτόκη, με την ευκαιρία της επίσκεψης του τελευταίου στην Προύσα. Tο ερώτημα που αναδυόταν, σε τελική ανάλυση, ήταν κατά πόσο τα διπλωματικά οφέλη από μία κατάληψη της πρωτεύουσας του Κεμάλ θα ήταν αντάξια μίας επιπλέον θυσίας του Ελληνικού στρατού - και μάλιστα με τον κίνδυνο να ηττηθεί. Προσκλήθηκε τότε ο πρωθυπουργός Δημήτριος Γούναρης να μεταβεί στην Προύσα, αλλά αυτός αρνήθηκε, ισχυριζόμενος ότι μία ξαφνική επίσκεψή του στη M. Aσία ασφαλώς θα είχε κακό αντίκτυπο στην ψυχολογία των μαχόμενων στρατιωτών, αφού έτσι θα αναγνωριζόταν επίσημα από την Ελληνική κυβέρνηση η κρισιμότητα της κατάστασης.

Για το λόγο αυτό, διέταξε να λάβει την αναφορά στην Αθήνα. O αρχιστράτηγος Παπούλας, άλλωστε, υποστήριξε τη λήξη της επίθεσης και το σενάριο χρησιμοποίησης των πλεονεκτημάτων που προέκυπταν από τις μέχρι τότε νίκες των Ελλήνων για την επίτευξη ευνοϊκών όρων. O Θεοτόκης γνωστοποίησε αυτή τη θέση του Παπούλα στον πρωθυπουργό, αλλά δεν τη συμμερίστηκε, λέγοντας ότι σε περίπτωση παύσης της επίθεσης, ο δυσμενής αντίκτυπος εντός και εκτός της Ελλάδας θα ήταν μεγάλος. O Γούναρης άφησε την πρωτοβουλία στη στρατιά, αποκλείοντας ωστόσο την περίπτωση να ζητηθεί ανακωχή πρώτα από την Ελληνική πλευρά, πιστεύοντας πως κάτι τέτοιο θα σήμαινε παραδοχή της ήττας της.

Στο διάστημα αυτής της ανταλλαγής απόψεων μεταξύ στρατιωτικής και πολιτικής ηγεσίας, οι Τούρκοι είχαν συγκεντρώσει δυνάμεις έναντι του Γ' Σ.Σ., με σκοπό να εφαρμόσουν επιθετική ενέργεια ικανή να την απωθήσει προς την Αλμυρή Έρημο. H επίθεση εκδηλώθηκε στις 28 Αυγούστου και αμέσως τα A' και B' Σ.Σ. εκτέλεσαν επιθέσεις αντιπερισπασμού. Παρά την καθυστέρηση του B' Σ.Σ., το εγχείρημα πέτυχε και ο Κεμάλ αναγκάστηκε να διατάξει αναστολή της επίθεσής του το βράδυ της 29ης Αυγούστου. Την ίδια νύχτα, ο Παπούλας διέταξε τη σύμπτυξη του στρατεύματος, ώστε το επόμενο βράδυ να αρχίσει η διάβαση του Σαγγάριου ποταμού.

Την τελευταία μέρα του Αυγούστου, τα τρία σώματα είχαν πλέον επιτυχώς και χωρίς απώλειες περάσει στη δυτική όχθη του Σαγγάριου. Tο δεξιό κέρας αποτελούσε το A' Σ.Σ., το αριστερό καταλαμβανόταν από το Γ' Σ.Σ. και στο κέντρο αναλάμβανε το B' Σ.Σ. O αρχηγός του Τουρκικού επιτελείου, Φεβζί Τσακμάκ, ειδοποίησε τότε τον Κεμάλ για την κίνηση αυτή των Ελλήνων. Αμέσως διατάχθηκε η καταδίωξή τους, αλλά χωρίς αποτέλεσμα εξαιτίας της καταπόνησης των Τουρκικών δυνάμεων από τις συνεχείς μάχες. Στις 3 Σεπτεμβρίου, μία δύναμη 3.000 Τούρκων έστησε πρόχειρη γέφυρα με σκοπό να περάσουν το Σαγγάριο, αλλά κι αυτή η προσπάθεια καταποντίστηκε από τις επιτυχείς βολές του Ελληνικού πυροβολικού.

Aκόμη μία προσπάθεια των Τούρκων να καταστρέψουν την Ελληνική βάση του Εσκί Σεχίρ απέτυχε, λόγω της έγκαιρης επέμβασης του Γ' Σ.Σ., που ανάγκασε τον εχθρό να επιστρέψει με σοβαρές απώλειες στη βάση του. Στις 10 Σεπτεμβρίου 1921, η Ελληνική σύμπτυξη δυτικά του ποταμού Σαγγάριου είχε πια ολοκληρωθεί. Tο φιλόδοξο σχέδιο για την κατάληψη της Άγκυρας έμελλε να αποτελεί πλέον ένα όνειρο - που ωστόσο στοίχισε στην Ελληνική πλευρά περίπου 4.000 νεκρούς, 19.000 τραυματίες και 376 αγνοούμενους. Απαιτήθηκε η κλήση στα όπλα της κλάσης του 1922 (30.000 νεοσύλλεκτοι), ώστε να συμπληρωθούν οι απώλειες και να επανέλθει η στρατιά στα επίπεδα του Ιουνίου.

H τελική σύμπτυξη αποτελεί αναμφισβήτητα έναν άθλο των τριών σωμάτων στρατού, αφού επιτεύχθηκε χωρίς απώλειες σε άνδρες και υλικό. Tο σπουδαιότερο, όμως, ήταν ότι δεν πτοήθηκε το ηθικό τους κατ' ελάχιστο. Oι πόλεμοι, ασφαλώς, δεν κερδίζονται μόνο με την ψυχολογία. H δράση του Έλληνα στρατιώτη κατά τις επιχειρήσεις του καλοκαιριού του 1921 υπήρξε υποδειγματική, το αποτέλεσμα όμως της όλης εκστρατείας απέδειξε ότι η διαυγής επιτελική κρίση είναι εξίσου σημαντική με το φρόνημα και την όποια ηρωική διάθεση.

Βέβαια, και οι δύο πλευρές είχαν κάθε λόγο να αισθάνονται ικανοποιημένες: Η Τουρκική γιατί κατάφερε να υπερασπιστεί την πρωτεύουσά της και να κάμψει την ορμή του εχθρού, όταν μάλιστα αυτός σημείωνε τις σημαντικές νίκες στο Εσκί Σεχίρ και στην Κιουτάχεια, ενώ η Ελληνική γιατί, παρά την τελική οπισθοχώρηση, δεν είχε ηττηθεί σε καμιά μάχη. Tο πρόβλημα εστιαζόταν πλέον στο ότι το Ελληνικό σχέδιο να καταστραφούν οι Κεμαλικές δυνάμεις γρήγορα και ολοκληρωτικά, είχε παταγωδώς αποτύχει. Mόνο η διπλωματία θα μπορούσε να οδηγήσει τις Ελληνοτουρκικές σχέσεις σε διέξοδο, από τη στιγμή που τα όπλα δεν κατάφερναν να επιβάλουν τη λύση του ισχυρού.



H Ελλάδα είχε αντέξει το οικονομικό κόστος με τεράστιες θυσίες, προσβλέποντας σε μία τελική επιτυχή έκβαση, η οποία θα την επανέφερε σε ισορροπία μέσω αντισταθμιστικών ωφελημάτων. Όταν αυτή η προσδοκία της δεν εκπληρώθηκε, η κρίση οδήγησε σε πολιτική αστάθεια και όξυνση του παλαιού μίσους μεταξύ Βενιζελικών και Κωνσταντινικών, με τελικό αποτέλεσμα την παραίτηση της κυβέρνησης Γούναρη και την "Δίκη των Έξι".

ΑΝ Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΓΡΑΦΟΤΑΝ ΔΙΑΦΟΡΕΤΙΚΑ

Mία πάγια αρχή της στρατηγικής είναι αυτή που θέλει την κατοχύρωση των κεκτημένων πριν από κάθε νέα επιθετική ενέργεια. Tο Ελληνικό στράτευμα βρισκόταν στην καλύτερη δυνατή θέση τον Ιούλιο του 1921. Mε ακμαίο ηθικό και σημαντικές εδαφικές κατακτήσεις, η Ελλάδα συγκέντρωνε όλα τα πλεονεκτήματα για έναν συμφέροντα για την ίδια συμβιβασμό με τις Κεμαλικές δυνάμεις. Ακόμη κι αν ο Κεμάλ παρέμενε ανένδοτος, η καλή θέληση που η Ελλάδα θα επιδείκνυε στις Δυτικές Δυνάμεις θα βελτίωνε τη διεθνή θέση της και τις σχέσεις της με αυτές. Ίσως και να επισπευδόταν το πρόγραμμα οικονομικής υποστήριξής της, κατά την πάγια πρακτική των Δυτικών να βοηθούν πάντα τους νικητές.

H άποψη αυτή, άλλωστε, επαληθεύτηκε πλήρως αργότερα, όταν ο Κεμάλ αναδείχθηκε νικητής: H Γαλλία και η Γερμανία έσπευσαν να τοποθετηθούν επενδύοντας στη νέα αναδυόμενη δύναμη, που μέσα από τις στάχτες της παλιάς Αυτοκρατορίας και τις πιέσεις του Ελληνισμού κατάφερε να επιβιώσει και να επικρατήσει. Ακόμη, ο χρόνος που θα κερδιζόταν από μία τέτοια εξέλιξη, σίγουρα θα λειτουργούσε προς όφελος των Ελλήνων. Γιατί, αν επρόκειτο να παγιωθεί μία κατάσταση ειρήνης, η Ελληνική πλευρά δεν θα εκδήλωνε νέα επίθεση και τα πλεονεκτήματα της ενδυνάμωσης της Τουρκικής άμυνας θα παρέμεναν ανενεργά.

H πλήρης επιτυχία της επίθεσης για την κατάληψη της Άγκυρας απαιτούσε μεγαλύτερη συγκέντρωση πυρός σε μικρότερη έκταση καθολικού μετώπου. Από τις 11 μεραρχίες της M. Ασίας, μόνο οι 9 χρησιμοποιήθηκαν σε επιθετικές ενέργειες, ενώ οι άλλες δύο κρατήθηκαν για εφεδρεία ή ενέργειες κάλυψης. H "Ανεξάρτητη Μεραρχία" της Θράκης δεν δραστηριοποιήθηκε έγκαιρα και, σε συνδυασμό με την ισχνή διάθεση εφεδρειών, το πρόβλημα διογκώθηκε. Κατά κύριο, όμως, λόγο η ανεπάρκεια μέσων μεταφοράς υλικού και προσωπικού υπήρξε η εγγύηση της αποτυχίας για τα Ελληνικά όπλα.

Σαφώς, θα έπρεπε να εισακουστεί ο συνταγματάρχης Σπυρίδωνος, που κατείχε τη γνώση του συστήματος εφοδιασμού και αναλάμβανε την ευθύνη της εξασφάλισής του. Σε πρώτο στάδιο, η στρατιά πέτυχε να παραπλανήσει τον εχθρό ως προς την κατεύθυνση της επίθεσής της. Mε αρχική κίνηση προς τα ανατολικά, στράφηκε τελικά νότια του Σαγγάριου και μετά βόρεια. H κατάληξη ήταν να διαμορφωθεί μία επιθετική δυναμική με φορά από Νότο προς Βορρά -κάτι που αιφνιδίασε τους Τούρκους. Αλλά η καθυστέρηση που σημειώθηκε στην επόμενη φάση εξανέμισε το στοιχείο του αιφνιδιασμού και έδωσε την ευκαιρία στην Τουρκική πλευρά να οργανωθεί.

H επιτυχία των Ελλήνων στηριζόταν στην ολοκλήρωση αυτής της κυκλωτικής κίνησης, ώστε να εγκλωβίσουν την αριστερή πτέρυγα των Τούρκων. H ευκαιρία χάθηκε όταν, από κακή εκτίμηση του Επιτελείου, δόθηκε ιδιαίτερη βαρύτητα στην επιθετική δράση του A' Σ.Σ., αφήνοντας το B' Σ.Σ. σε αδράνεια. Oταν ο εχθρός ενίσχυσε την αριστερή πτέρυγά του, προβάλλοντάς την ως σθεναρό αντίβαρο στην πίεση που ασκούσε το A' Σ.Σ., ήταν πια αργά για την Ελληνική πλευρά, ώστε να διορθώσει τα κακώς κείμενα. Aν το B' Σ.Σ. εξακολουθούσε να απασχολεί τους Τούρκους, αυτοί δεν θα μπορούσαν να αποδεσμεύσουν εύκολα δυνάμεις προς ενίσχυση του αριστερού πλευρού τους, οπότε το έργο του A' Σ.Σ. θα ήταν πρακτικά ευκολότερο.

O Κεμάλ εφάρμοσε εύστοχα την πρακτική της παραχώρησης μη ζωτικού χώρου, παρασύροντας τις Ελληνικές δυνάμεις σε πόλεμο φθοράς. Ήταν επόμενο οι Έλληνες να καταπονηθούν μετά από τόσες μετακινήσεις, σε αντίξοες μάλιστα καιρικές συνθήκες, που βασικά έπλητταν τους επιτιθέμενους και όχι τόσο τους αμυνόμενους. Mία συγκράτηση της επιθετικής τακτικής των Ελλήνων δεν θα οδηγούσε στη Μικρασιατική τραγωδία και στον ξεριζωμό του Ελληνισμού, με αποτέλεσμα ο χάρτης των εξελίξεων στο Αιγαίο και στην ευρύτερη Βαλκανική να χαρασσόταν διαφορετικά. Προφανώς, τα αποτελέσματα της κακής διαχείρισης των πρώτων νικηφόρων για τους Έλληνες εκβάσεων των μαχών φτάνουν μέχρι τις μέρες μας.

ΑΠΩΛΕΙΕΣ

Οι Έλληνες είχαν 3.677 νεκρούς (208 αξιωματικούς και 3.469 οπλίτες),18.869 τραυματίες (713 αξιωματικοί και 18.156 οπλίτες) και 354 αγνοούμενους οπλίτες. Οι Τούρκοι σύμφωνα με τις επίσημες πηγές είχαν 2.849 νεκρούς (145 αξιωματικούς και 2.704 οπλίτες), 10.153 τραυματίες (571 αξιωματικούς και 9.582 οπλίτες) και 5.070 (27 αξιωματικούς και 5.043 οπλίτες) αγνοούμενους, αλλά μάλλον ήταν κατά πολύ μεγαλύτερες.

Βέβαια, και οι δύο πλευρές είχαν κάθε λόγο να αισθάνονται ικανοποιημένες: η μεν Τουρκική γιατί κατάφερε να υπερασπιστεί την πρωτεύουσά της και να κάμψει την ορμή του εχθρού, όταν μάλιστα αυτός σημείωνε τις σημαντικές νίκες στο Εσκί Σεχίρ και στην Κιουτάχεια, η δε Ελληνική γιατί, παρά την τελική οπισθοχώρηση, δεν είχε σε καμιά μάχη ηττηθεί. Το πρόβλημα εστιαζόταν πλέον στο ότι το Ελληνικό σχέδιο να καταστραφούν οι Τουρκικές δυνάμεις γρήγορα και ολοκληρωτικά είχε παταγωδώς αποτύχει. Η Ελλάδα είχε αντέξει το οικονομικό κόστος με τεράστιες θυσίες, καθώς επίσης και την πολυετή επιστράτευση αποβλέποντας σε μια τελική επιτυχή έκβαση.

Μια πάγια αρχή της στρατηγικής είναι αυτή που θέλει την κατοχύρωση των κεκτημένων πριν από κάθε νέα επιθετική ενέργεια. Το Ελληνικό στράτευμα βρισκόταν στην καλύτερη δυνατή θέση τον Ιούλιο του 1921. Με ακμαίο ηθικό και σημαντικές εδαφικές κατακτήσεις, η Ελλάδα συγκέντρωνε όλα τα πλεονεκτήματα για έναν συμφέροντα για την ίδια συμβιβασμό με τις κεμαλικές δυνάμεις. Η πλήρης επιτυχία της επίθεσης για την κατάληψη της Άγκυρας απαιτούσε μεγαλύτερη συγκέντρωση πυρός σε μικρότερη έκταση καθολικού μετώπου. Από τις 11 μεραρχίες της Μ. Ασίας χρησιμοποιήθηκαν μόνο οι 9 σε επιθετικές ενέργειες, ενώ οι άλλες δύο κρατήθηκαν για εφεδρεία ή ενέργειες κάλυψης.



Η ''Ανεξάρτητη Μεραρχία'' της Θράκης δεν δραστηριοποιήθηκε έγκαιρα και σε συνδυασμό με την ισχνή διάθεση εφεδρειών το πρόβλημα διογκώθηκε. Κατά κύριο, όμως, λόγο η ανεπάρκεια μέσων μεταφοράς υλικού και προσωπικού υπήρξε η εγγύηση της αποτυχίας για τα Ελληνικά όπλα. Σε πρώτο στάδιο, η Στρατιά πέτυχε να παραπλανήσει τον εχθρό ως προς την κατεύθυνση της επίθεσής της. Με αρχική κίνηση προς τα ανατολικά, στράφηκε τελικά νότια του Σαγγάριου και μετά βόρεια, διαγράφοντας ένα κυκλωτικό πέταλο. Η κατάληξη ήταν να διαμορφωθεί μια επιθετική δυναμική με φορά από νότο προς βορρά - κάτι που αιφνιδίασε τους Τούρκους.

Αλλά η καθυστέρηση που σημειώθηκε στην επόμενη φάση εξανέμισε το στοιχείο του αιφνιδιασμού και έδωσε την ευκαιρία στην τουρκική πλευρά να οργανωθεί. Η επιτυχία των Ελλήνων στηριζόταν στην ολοκλήρωση αυτής της κυκλωτικής κίνησης, ώστε να εγκλωβίσουν την αριστερή πτέρυγα των Τούρκων. Η ευκαιρία χάθηκε όταν από κακή εκτίμηση του Επιτελείου δόθηκε ιδιαίτερη βαρύτητα στην επιθετική δράση του Α΄ΣΣ, αφήνοντας το Β΄ΣΣ σε αδράνεια. Ο Κεμάλ εφάρμοσε εύστοχα την πρακτική της παραχώρησης μη ζωτικού χώρου, παρασύροντας τις Ελληνικές δυνάμεις σε πόλεμο φθοράς.

Ήταν επόμενο οι Έλληνες να καταπονηθούν μετά από τόσες μετακινήσεις, σε αντίξοες μάλιστα καιρικές συνθήκες, που βασικά πλήττουν τους επιτιθέμενους και όχι τόσο τους αμυνόμενους. Δυστυχώς το θέμα της Μικρασιατικής εκστρατείας βρέθηκε ανάμεσα στην αντιπαλότητα συμφερόντων των μεγάλων δυνάμεων της εποχής αλλά και των μικροπολιτικών ανταγωνισμών της Αθήνας, οι οποίοι δεν επέτρεψαν στην τότε πολιτική ηγεσία να δει το όλο ζήτημα με στρατηγικό πνεύμα αλλά προσπαθούσε να το επιλύσει με παρεμβάσεις στο στράτευμα και επιδίωξη άμεσων τακτικών νικών για πολιτική εκμετάλλευση.

Ο Έλληνας στρατιώτης, με το μεγαλείο ψυχής και την πίστη του στα εθνικά ιδεώδη δεν ηττήθηκε και πολέμησε μέχρις εσχάτων με απαράμιλλη ανδρεία και αυτοθυσία καλύπτοντας τόσο τις μεγάλες καταστροφικές πολιτικές αντιπαραθέσεις της εποχής όσο και τις αβλεψίες -αστοχίες του γενικού επιτελείου. Η μάχη του Σαγγάριου σήμανε το τέλος των επιθετικών επιχειρήσεων για τον Ελληνικό Στρατό στην Μικρά Ασία.




Η ΑΙΜΑΤΗΡΗ ΜΑΧΗ ΤΟΥ ΚΑΛΕ ΓΚΡΟΤΟ

Στις 2 Μαΐου του 1919, ύστερα από συµµαχική εντολή, τµήµατα της Ι Μεραρχίας Πεζικού αποβιβάστηκαν στην πρωτεύουσα της Ιωνίας, τη Σµύρνη. Άρχιζε έτσι ένας επικός αγώνας που έµελλε να διαρκέσει τρία χρόνια και να στοιχίσει, ελέω Συµµάχων και Ελληνικής διχόνοιας, ποταµούς Ελληνικού αίµατος. Από την πρώτη κιόλας στιγµή τα Ελληνικά τµήµατα αντιµετώπισαν ένοπλη αντίσταση. Λόγω της αυξανόµενης έντασης, ως το Φεβρουάριο του 1920, οι Ελληνικές δυνάµεις στη Μικρά Ασία είχαν αυξηθεί σε έξι µεραρχίες. Τα δύο σώµατα στρατού, το Α' (Ι και ΙΙ Μεραρχίες) και το Σµύρνης (ΧΙΙΙ Μεραρχία, Μεραρχία Σµύρνης, Μεραρχία Κυδωνιών και Μεραρχία Αρχιπελάγους) συγκρότησαν τη Στρατιά Κατοχής Μικράς Ασίας.

Το καλοκαίρι του 1920, υπό τις ευλογίες των Συµµάχων, ο Ελληνικός Στρατός επέκτεινε τη ζώνη κατοχής προς τα βόρεια καταλαµβάνοντας την Πάνορµο, τα Μουδανιά, και την Προύσα. Στο κέντρο είχε καταληφθεί το Αξάριο, η Φιλαδέλφεια, και το Σαλιχλή. Από την αρχή ωστόσο παρουσιάστηκαν πρακτικές δυσκολίες. Η πρώτη αφορούσε τον ανεφοδιασµό του στρατού σε συνδυασµό µε την πανσπερµία του υλικού. Υπήρχαν τουλάχιστον τέσσερις διαφορετικοί τύποι τυφεκίων, τρεις διαφορετικοί τύποι πολυβόλων και πολλοί περισσότεροι πυροβόλων, αναµεµειγµένοι στις µεραρχίες.

Η δεύτερη δυσκολία αφορούσε το µήκος του µετώπου, το οποίο ήταν πολύ εκτεταµένο για να κρατείται επαρκώς και η τρίτη είχε να κάνει µε την ελαττωµατική επικοινωνία του αρχηγείου της Στρατιάς στη Σµύρνη µε τις αποµακρυσµένες µονάδες της. Ωστόσο, ως το Νοέµβριο του 1920 και παρά το φλερτ των Γάλλων και Ιταλών Συµµάχων µε τον Κεµάλ, η κατάσταση εξελισσόταν σχετικά ευνοϊκά για τα Ελληνικά συµφέροντα. Η εκλογική ήττα όµως του Ελευθέριου Βενιζέλου -1η Νοεµβρίου 1920- ήταν το έναυσµα για το ξέσπασµα της θύελλας, η οποία εντάθηκε µετά την επιστροφή του Κωνσταντίνου στον Ελληνικό θρόνο το ∆εκέµβριο του ίδιου έτους.


Πολλοί φιλοβενιζελικοί αξιωµατικοί, µεταξύ των οποίων και ο διοικητής της Στρατιάς Μικράς Ασίας, Λεωνίδας Παρασκευόπουλος, αποχώρησαν από το στράτευµα. Οι πλέον φανατικοί κατέφυγαν στην Κωνσταντινούπολη όπου επανίδρυσαν την οργάνωση της Εθνικής Αµύνης µε σκοπό την ανατροπή του βασιλιά. Ο ίδιος ο στρατηγός Κωνσταντίνος Νίδερ, γνωστών φιλοβενιζελικών φρονηµάτων δήλωνε:

«Τα αποτελέσµατα των εκλογών εκείνων εδηµιούργησαν ανώµαλον διά τον Στρατόν κατάστασιν. Αξιωµατικοί τινές του Μετώπου και προ πάντων ανώτατοι και ανώτεροι, σκεφθέντες ότι δεν ηδύναντο να χαίρωσι της εµπιστοσύνης της νέας κυβέρνησης εζήτησαν να τεθώσιν σε διαθεσιµότητα, αλλά παρέµειναν πιστοί στις θέσεις των. Μικρός αριθµός φανατικών αξιωµατικών εγκατέλειψε τη θέση του, ως µη όφειλε, και προσέφυγεν εις Κωνσταντινούπολιν».

Σύµφωνα µε τον µετέπειτα υπαρχηγό του επιτελείου της Στρατιάς, Ξενοφώντα Στρατηγό, προκηρύξεις της Εθνικής Αµύνης ρίπτονταν από Τουρκικά αεροπλάνα στις Ελληνικές γραµµές. Φυσικά η συγκεκριµένη πληροφορία ελέγχεται καθώς ο Ξ. Στρατηγός ήταν φανατικός βασιλόφρων. Εξάλλου και οι φιλοβασιλικοί αµέσως µετά την άνοδό τους στην εξουσία επανέφεραν στο στράτευµα όλους τους απότακτους αξιωµατικούς της περιόδου 1916 - 1917. Αλλά και οι Σύµµαχοι µετέβαλαν την πολιτική τους και από καιροσκοπικά φιλική τη µετέτρεψαν σε, συγκεκαλυµµένα αρχικά και ανοιχτά αργότερα, εχθρική.

Ο Κεµαλικός Στρατός εξοπλίστηκε µε Γερµανικό, Γαλλικό, και Ρωσικό οπλισµό. Η νεοσύστατη Σοβιετική Ένωση αποτέλεσε µεγάλο προµηθευτή των Κεµαλικών σε κάθε είδος υλικού. Ο ίδιος ο Φρούνζε, ο µετέπειτα πρόεδρος του Ανωτάτου Σοβιετικού Πολεµικού Συµβουλίου, παρακολουθούσε από κοντά τις προετοιµασίες της τελικής Τουρκικής επίθεσης τον Αύγουστο του 1922. Και οι Έλληνες οµοϊδεάτες του όµως δεν φαίνεται να συνέβαλαν τα µέγιστα για την επιτυχή έκβαση της Μικρασιατικής περιπέτειας. Στην εφηµερίδα Ριζοσπάστης, στο φύλλο της 26ης Σεπτεµβρίου 1935, αναγράφεται σχετικά µε τη Μικρασιατική εκστρατεία: «Γι’ αυτό εµείς όχι µόνο δεν λυπηθήκαµε για την αστικοτσιφλικάδικη ήττα στη Μικρασία µα και την επιδιώξαµε».



Άσχετα µε τις πολιτικές πεποιθήσεις του καθενός, το εξαγόµενο συµπέρασµα είναι ότι η Ελλάδα ενεπλάκη σε µια µεγάλη περιπέτεια µε διαβρωµένο το εσωτερικό µέτωπο. Με τις νικηφόρες επιθετικές επιχειρήσεις του στη Μικρά Ασία (25 Ιουνίου - 10 Ιουλίου 1921) ο Ελληνικός Στρατός προέλασε μέχρι το Εσκί Σεχίρ και το Αφιόν Καραχισάρ καταλαμβάνοντας τους σπουδαίους αυτούς συγκοινωνιακούς κόμβους. Στη συνέχεια αποφάσισε την ανάληψη των επιχειρήσεων με κατεύθυνση προς την Άγκυρα (Εκστρατεία Σαγγαρίου) κατά τους μήνες Ιούλιος - Σεπτέμβριος 1921.


ΚΑΛΕ ΓΚΡΟΤΟ (13 - 17 Αυγούστου 1921)

Η επίθεση στο Καλέ Γκρότο είχε καθυστερήσει ως τις 12 / 8 / 1921 με συνέπεια οι Τούρκοι να μεταφέρουν ανενόχλητοι σοβαρές ενισχύσεις. Το σχέδιο της υπερκέρασης προέβλεπε μετωπική επίθεση στο Καλέ Γκρότο. Οι τρείς Ελληνικές μεραρχίες (επιτιθέμενες) είχαν να αντιμετωπίσουν έξη Τουρκικές μεραρχίες (αμυνόμενες), στην πρώτη γραμμή:

Η 5η (στα ΝΑ μεταξύ Κιουτσούκ Γιαιτσί - Σαατλί) και βορειότερα. Η 13η(μεταξύ Κιουτσούκ Γαιιτσί- Μαγκάλ Νταγ σε επαφή με την 1 Μεραρχία). Η 9η στο χωριό Αλά Χατζή, με την ταξιαρχία Ιππικού της (ανατολικά του Χατζή Μουσάογλου) να επιτηρεί κινήσεις του εχθρικού ιππικού. Τέσσερεις αμυντικές γραμμές ορθώνονταν μπροστά τους. Η μάχη αυτή θα μπορούσε να αποφευχθεί αν η μονάδες του Α' Σώματος είχαν προωθηθεί στην δεύτερη γραμμή των Τούρκικων οχυρών, μεγάλη ευθύνη φέρνει ο άπειρος και ανίκανος αντιστράτηγος Πρίγκιπας Ανδρέας διοικητής του Α' Σώματος Στρατού και υπερακοντίζε το Καλέ Γκρότο, σε αυτό το λάθος προστέθηκε και ο τρόπος διεξαγωγής της μάχης.


Μέχρι το βράδυ της 12ης Αυγούστου το Β' Σώμα Στρατού είχε διέλθει το Σαγγάριο ποταμό και είχε προωθηθεί με τη ΧΙΙΙ στο Μανγκάλ Νταγ και την V Μεραρχία στη γραμμή των χωριών Κιουτσούκ Γιαϊτσί - Σαατλί. Για την επομένη μέρα το Β' Σώμα Στρατού διατάχθηκε από τη Στρατιά Μικράς Ασίας να επιτεθεί προς το ύψ. Καλέ Γκρότο και να συνεχίσει προς το Κιζίλ Κογιουνλού, υπερκερώντας από τα ανατολικά την Τουρκική τοποθεσία άμυνας. Μετά απ’ αυτό, το Β' Σώμα Στρατού διέταξε την V Μεραρχία να επιτεθεί από τις 0600 της 13ης Αυγούστου στην κατεύθυνση Σινανλί - Κουτλουχάν Τζαμί - Γκιουζελτζέ Καλέκιοϊ, ενώ η ΧΙΙΙ Μεραρχία θα ενεργούσε την ίδια ώρα αριστερά της και παράλληλα προς αυτή.

Η επίθεση της V Μεραρχίας άρχισε την καθορισμένη ώρα, με το 43ο Σύνταγμα Πεζικού δεξιά και το 44ο αριστερά. Το 33ο Σύνταγμα Πεζικού ακολουθούσε τη δεξιά κατεύθυνση, όπου και η κύρια προσπάθεια. Γύρω στο μεσημέ­ρι τα επιτιθέμενα τμήματα έλαβαν επαφή με τον εχθρό, επιτέθηκαν αποφασιστικά εναντίον του και με την επιτυχή υποστήριξη του πυροβολικού κατόρθωσαν να τον ανατρέψουν και, να καταλάβουν ολόκληρη τη σειρά των υψωμάτων μεταξύ Κουτλουχάν Τζαμί και Μοντανανίν Τσελτίκ. Αριστερά η ΧΙΙΙ Μεραρχία κατέλαβε το Καρά Τεπέ.


13 ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ 1921

Στις 13 / 8 / 1921 η ΧΙΙΙ Μεραρχία βρισκόταν 10 - 15 χιλιόμετρα από τις θέσεις που είχε καταλάβει την 12 / 8 / 1921, τώρα προχωρούσε σε ένα γρανιτώδη τόπο που η τουρκική άμυνα είχε καταστήσει πύργο με οχυρωματικά έργα (χαρακώματα, διαζώματα, συρματοπλέγματα σειρά πυροβολαρχιών με διασταυρούμενα πυρά και ότι προέβλεπε η σύγχρονη αμυντική τεχνολογία). Στις 13 Αυγούστου του 1921, η Στρατιά Μικράς Ασίας εξέδωσε προς τα Σώματα Στρατού και την VII Μεραρχία διαταγή να συνεχίσουν την επίθεση.

Για την εκτέλεση της παραπάνω διαταγής το Β' Σώμα Στρατού (το νοτιότερο της Ελληνικής παράταξης) διέταξε την V (ξεκινώντας από το Σαατλικ υπό την διοίκηση του Συνταγματάρχου πεζικού Τριλίβα Ιωάννου) και ΧΙΙΙ Μεραρχία (από το Μανγκάλ Νταγ) να συνεχίσουν την επίθεσή τους σύμφωνα με τη διαταγή επιχειρήσεων της 12ης Αυγούστου, η οποία καθόριζε στη V Μεραρχία να κινηθεί με άξονα τη γενική γραμμή Σινάνλι - Κουτλουχάν Τζαμί - Γκουζελτζέ Καλέκιοϊ. Την XIII Μεραρχία διέταξε να εξορμήσει ταυτόχρονα με την V Μεραρχία και να επιτεθεί αριστερά από αυτή και σε στενό συνδυασμό. Έπρεπε να υπερκεράσουν από ανατολικά τις Τουρκικές θέσεις.

Αριστερά το 5/42 Σύνταγμα Ευζώνων υπό τον Ν Πλαστήρα ενεπλάκη σε σκληρό αγώνα στο Καρά Τεπέ όπου οι Τούρκοι μάχοντο υπό την κάλυψη πυροβόλων. Το 43ο Σύνταγμα Πεζικού με την υποστήριξη του συνόλου του πυροβολικού της V Μεραρχίας κατέλαβε διαδοχικές κορυφές της γραμμής Κουτλουχάν Τζαμί - Μοντανανίν Τσελτίκ. Γύρω στις 21:00 κατέλαβε και την υψηλότερη κορυφή του Καλέ Γκρότο, αφού εκδίωξε με τις λόγχες την 24η Τουρκική Μεραρχία, η οποία υποχώρησε προς Βορρά σε κατάσταση διάλυσης προς Σεραφλί - Καλέ Γκρότο. Επειδή νύχτωσε, δεν επιτεύχθηκε η πλήρης εκκαθάριση της περιοχής και παρέμειναν κάποια αντερείσματα στην κατοχή των Τούρκων.

ΑΡΝΗΣΗ ΕΝΤΟΛΗΣ ΑΠΟ ΒΑΣΙΛΟΠΑΙΔΑ ΑΝΔΡΕΑ

Δυστυχώς η υπερκέραση από Ανατολάς με κίνηση της IX μεραρχίας όπως συνιστούσε ο συνταγματάρχης Βερνάρδος του 3ου ΕΓ της στρατιάς προσέκρουσε στην άρνηση του πρίγκιπα Ανδρέα διοικητή του Β' Σώματος Στρατού. Ας δούμε πως αποτυπώνει την στάση του Βασιλόπαιδα αντιστράτηγου διοικητή του Β' Σ.Σ, ο Γιάννης Καψής στην Καθημερινή:

«Οι τσολιάδες του Πλαστήρα σκαρφαλώνουν στο Καλε Γκρότο με τρομακτικές απώλειες. Στήνουν τους νεκρούς τους μετερίζια και πολεμούν. Κάποτε όμως εξαντλούνται. Ο Πλαστήρας ζητά ενισχύσεις και ο συνταγματάρχης Φράγκου ζητά από τον μέραρχο, πρίγκιπα Ανδρέα, να ρίξει στη μάχη τις εφεδρείες. Από την σκηνή του μεράρχου βγαίνει ο υπασπιστής του, στρατηγός Γονατάς και απαντά στον αγγελιαφόρο: Ο στρατηγός κοιμάται, δεν μπορώ να τον ξυπνήσω».



«Απαίσιοι πραγματικώς είναι οι εδώ Έλληνες, εκτός ελαχίστων. Επικρατεί Βενιζελισμός ογκώδης και κατά την l5ην Δεκεμβρίου (εορτή του Αγίου Ελευθερίου) είχον κλείσει σχεδόν όλα τα καταστήματα. Θα ήξιζε πράγματι να παραδώσωμεν την Σμύρνην εις τον Κεμάλ δια να τους πετσοκόψη όλους αυτούς τους αχρείους, οι οποίοι φέρονται ούτω κατόπιν του φοβερού αίματος όπερ εχύσαμεν εδώ».

14 ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ 1921

Την επομένη 14 Αυγούστου, επαναλήφθηκε η επίθεση των Μεραρχιών προς τις ίδιες κατευθύνσεις. Η V Μεραρχία, αφού κατέλαβε τις πρωινές ώρες τη λοφοσειρά βόρεια του Κουτλουχάν Τζαμί, την οποία κατείχαν προωθημένα Τουρκικά τμήματα, διέταξε το 43ο Σύνταγμα Πεζικού να επιτεθεί προς τα κύρια υψώματα του Καλέ Γκρότο. Το Σύνταγμα αυτό με Διοικητή τον Αντισυνταγματάρχη Πεζικού Νικολοδήμο Δημήτριο, άρχισε την επίθεσή του το μεσημέρι με τα ΙΙ/43 και ΙΙΙ/43 Τάγματά του στην πρώτη γραμμή, ενώ το Ι/43 Τάγμα παρέμεινε στη βάση εξόρμησής του, ως εφεδρεία, έτοιμο να επέμβει στον αγώνα.

Τα βραχώδη υψώματα του Καλέ Γκρότο κατέχονταν ισχυρά από τους Τούρκους. Το 43ο Σύνταγμα Πεζικού με την υποστήριξη του συνόλου του πυροβολικού της V Μεραρχίας κατέλαβε διαδοχικές εχθρικές θέσεις, ενώ γύρω στις 21:00 κατέλαβε την υψηλότερη κορυφή του Καλέ Γκρότο, αφού εκδίωξε με τις λόγχες τα εκεί τμήματα της 24ης Τουρκικής Μεραρχίας, η οποία υποχώρησε προς τα βόρεια σε κατάσταση διάλυσης. Επειδή νύχτωσε, δεν επιτεύχθηκε η πλήρης εκκαθάριση της περιοχής και παρέμειναν κάποια αντερείσματα στην κατοχή των Τούρκων.


Το πρωί στις 14 Αυγούστου η V Μεραρχία διέταξε το 43ο Σύνταγμα Πεζικού να επιτεθεί κατά του Καλέ Γκρότο, αφού πρώτα το 44ο Σύνταγμα Πεζικού προσβάλλει τους βόρεια από το Κουτλουχάν Τζαμί κατεχόμενους λόφους. Μετά την προώθηση του, το 43ο Σύνταγμα Πεζικού, κατέλαβε θέσεις εξορμήσεως στις βόρειες πλαγιές των υψωμάτων που κατέχονταν από το Ι/44 Τάγμα και απέναντι από τον αντικειμενικό του σκοπό. Κατά το μεσημέρι της 14ης Αυγούστου, το 43ο Σύνταγμα Πεζικού εξόρμησε κατά του Καλέ Γκρότο με τα ΙΙ/43 και ΙΙΙ/43 Τάγματα του στην πρώτη γραμμή, ενώ το Ι/43 Τάγμα παρέμεινε στη βάση εξορμήσεώς του, ως εφεδρεία, έτοιμο να επέμβει στον αγώνα.

Λόγω του διακεκομμένου εδάφους, η προέλαση ήταν δύσκολη και γινόταν σχετικά αργά (Τα 43 το παλαιότερα ονομαζόμενο 8οΚρητών και 44 Συντάγματα Πεζικού της Κρήτης. Το 43 της ανατολικής και το 44 της δυτικής Κρήτης). Τα βραχώδη υψώματα του Καλέ Γκρότο κατέχονταν ισχυρά από τους Τούρκους. Στις 9 το βράδυ με την ξιφολόγχη ανατρέπουν τον εχθρό και φτάνουν στην κορυφογραμμή 2.100 μέτρα ύψος ενώ τα υπολείμματα του εχθρού συμπτύσσονται προς βορρά. Η XIII Μεραρχία αντιμετώπισε γρανιτώδη άμυνα δύο Τουρκικών μεραρχιών στο Καρά Τεπέ και μια επικίνδυνη αντεπίθεση που δημιούργησε μικρό ρήγμα.

Παρεμβαίνει με πρωτοβουλία το εφεδρικό 2ο Σ.Π του Ζήρα μεταξύ 5ης και 13ης και κλείνει το ρήγμα. Το ίδιο βράδυ της 14 / 8 / 1921 με την βοήθεια πυροβολικού η XIII Μεραρχία καταλαμβάνει τα υψώματα νοτίως του Σερεφλί. Η νίκη στο αριστερό της Τουρκικής άμυνας τρομάζει τον Κεμάλ η κατάρρευση προβάλλει για τα Τουρκικά στρατεύματα, επισκέπτεται το μέτωπο το πρωί του Δεκαπενταύγουστου και ουρλιάζει για θυσία ως τον τελευταίο στρατιώτη, τονίζων ότι σύντομα θα εξεμηδενίζετο ο αντίπαλος.

Την άμυνα αναλαμβάνει ο επιτελάρχης Φετζή Πασάς και προσέθεσε και την 7η Μεραρχία που αφίχθη από το Εβλί Φακιλί και απεσπάσθη εκ του έναντι της VII Ελληνικής Μεραρχίας μετόπωου η ΧΙΙ Ομάς Μεραρχιώνμε τας 11η και 41 Μεραραρχίας στη γραμμή σύμπτυξης στα υψώματα Βορείως Σερεφλί - Ουλού Νταγ - Γκιουζελετζέ - Καλεκιοι βρίσκονται λοιπόν 4 μεραρχίες που ενισχύονται από άλλες τρεις που μεταφέρθηκαν από το δυτικό τμήμα της Τουρκικής παράταξης προς νότο. Εν τω μεταξύ η διαλυθείσα στο Καλέ Γκρότο 24η Τουρκική μεραρχία απομακρύνθηκε από το πεδίο της μάχης.

15 ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ 1921

Μετά από διαταγή της Μεραρχίας, το 43ο Σύνταγμα Πεζικού με τη βοήθεια ορειβατικής πυροβολαρχίας προέβη στην ολοκλήρωση της κατάληψης του Καλέ Γκρότο. Στις 15 Αυγούστου του 1921 η V Μεραρχία ανέθεσε στο 43ο Σύνταγμα Πεζικού με τη βοήθεια ορειβατικής πυροβολαρχίας να καθαρίσει το τμήμα του Καλέ Γκρότο που κατέλαβε. Οι Τούρκοι εξακολουθούσαν να κατέχουν την ψηλότερη κορυφογραμμή Ουλού Νταγ.

Τα βραχώδες τούτο σύμπλεγμα δέσποζε σε ολόκληρη την περιοχή και ήταν ορατό από μεγάλη απόσταση, σε αυτό τον όγκο επιτίθεται μαζί με το 44ο. Η έλλειψη πυρομαχικών υποχρεώνει το 44ο να υποχωρήσει και να επανέλθει ενισχυμένο το απόγευμα και στην συνέχεια να καταλάβει τα αντερείσματα του Ουλού και να κατευθυνθεί μετά προς Καρά Χότζα για να συγκλίνει με την Ι Μεραρχία. Στον τομέα της XIII Μεραρχίας η μέρα πέρασε με εναλλασσόμενες αντεπιθέσεις το απόγευμα η Ελληνική επίθεση σταμάτησε Βορείως του χωριού Σεφερλί.

16 ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ 1921

Η V Μεραρχία οργάνωσε επίθεση με σκοπό την κατάληψη και του τελευταίου αυτού στηρίγματος των Τούρκων στην περιοχή του Καλέ Γκρότο. Την επιθετική ενέργεια ανέθεσε στο 43ο Σύνταγμα Πεζικού και σε μικτό απόσπασμα Ιππικού, με την υποστήριξη ολόκληρου του πυροβολικού της. Αντικειμενικός σκοπός ήταν το βορειοανατολικό τραπεζοειδές βραχώδες σύμπλεγμα της κορυφογραμμής Ουλού Νταγ, το οποίο εξακολουθούσαν να κατέχουν οι Τούρκοι με την 7η Μεραρχία πλαισιωμένη και από τις δύο πλευρές από τις 5η και 41η Μεραρχίες.



Στις 16 Αυγούστου του 1921, η V Μεραρχία οργάνωσε επίθεση με σκοπό την κατάληψη και του τελευταίου στηρίγματος των Τούρκων στην περιοχή του Καλέ Γκρότο που κατείχε η 7η Τουρκική Μεραρχία πλαισιωμένη και από τις δύο πλευρές από την 5η και την 41η Μεραρχία. Κράτησε τα καταπονημένα 43ο και 44ο σε εφεδρεία και επιτέθηκε με δύο τάγματα του 33ου και δύο του 3/40 συντάγματος Ευζώνων. Στην τρομερή μάχη από 15:00 ως τις 20:00 το απόγευμα, σώμα με σώμα ο εχθρός ανατράπηκε από το Ουλού Νταγ η 7η Τουρκική Μεραρχία συμπτύχθηκε προς το τραπεζοειδές,

Επί του Ουλού Νταγ εγκαταστάθηκε το 33 Σύνταγμα Πεζικού τα δύο τάγματα του 3/40 Συντάγματος Ευζώνων έχασαν 350 άνδρες και τους μισούς αξιωματικούς του. Οι Τούρκοι συμπτύσσονται στην εσωτερική γραμμή αμύνης του αριστερού ρου που περιέχεται μεταξύ των υψωμάτων : Γκιουζελτζέ - Καλε Κιοί - Τραπεζοειδές - Μπιουγιούκ Τσαλίς - Κιζίλ Κογιουνλού. Βόρεια βρίσκεται που η κατοχή του θα ολοκληρώσει τη νίκη στο Καλέ Γκρότο, αυτό καταλαμβάνει ο Πλαστήρας, οι Τούρκοι το διεκδικούν όλη την νύχτα γίνονται επτά επιθέσεις και αντεπιθέσεις το ύψωμα αλλάζει εφτά φορές κυρίους, τελικά μένει υπό την κατοχή του Πλαστήρα.

17 ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ 1921

Η επίθεση πραγματοποιήθηκε γύρω στο μεσημέρι της 17ης Αυγούστου. Το 43ο Σύνταγμα Πεζικού κινούμενο μέσα από τις νότιες πλαγιές του Ουλού Νταγ (υψ. 1483) οδηγήθηκε με ταχύτητα στον αντικειμενικό του σκοπό. Οι Τούρκοι αμύνονταν στις θέσεις τους με πείσμα και προξένησαν μεγάλες απώλειες στους επιτιθέμενους. Απειλούμενοι όμως ανατολικά από το μικτό απόσπασμα Ιππικού και νοτιοδυτικά από το 43ο Σύνταγμα Πεζικού, εγκαταλείψαν τις θέσεις τους και συμπτύχθηκαν προς Βορρά.

Γύρω στις 16:00 το 43ο Σύνταγμα Πεζικού είχε καταλάβει τις θέσεις των Τούρκων και εγκαταστάθηκε σταθερά στο Τραπεζοειδές βραχώδες σύμπλεγμα. Κατά την επίθεση αυτή, στην οποία έπεσε μαχόμενος και ο Διοικητής του Ι/43 Τάγματος Ταγματάρχης Ρίτσας Αντώνιος και τραυματίας ο επίλαρχος Τσαγγαρίδης, οι απώλειες του 43ου Συντάγματος Πεζικού μαζί με αυτές του μικρού αποσπάσματος Ιππικού ανήλθαν στους 210 αξιωματικούς και οπλίτες.

18 ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ 1921

Η 9η Μεραρχία δια του 25ου Συντάγματος πεζικού καταλαμβάνοντας το Κιζίμ Κογιουνλού αποκαθιστά τον σύνδεσμο με το Α' Σώμα Στρατού, την ημέρα αυτή σκοτώνεται ο διοικητής του ΙΙ/25 τάγματος Ν Τζαβέλας. Την νύχτα η Στρατιά πληροφορεί τα τρία Σώματα Στρατού ότι οι Τούρκοι βρίσκονται σε γενική σύμπτυξη υπό την κάλυψη ισχυρών οπισθοφυλακών και εγκαθίστανται στην γραμμή Τσουλούκ - Αρντίζ Νταγ - Τσαλ Νταγ και δυτικότερα και διατάσει την επίθεση στην 05:00 της 18ης Αυγούστου 1921. Εις εκτέλεση των ανωτέρω το Β' Σ.Σ διέταξε την ΙΧ Μεραρχία να επιτεθεί

Η τιτανομαχία του Καλέ Γκρότο τελείωσε μετά από εξαήμερο αγώνα το Β' Σ.Σ είχε εκτός μάχης 142 αξιωματικούς και 3.266 οπλίτες, δηλαδή 35 αξιωματικοί νεκροί μεταξύ των οποίων και ο τιμημένος νεκρός ταγματάρχης Καραθανάσης που λογχίστηκε από Τούρκο στρατιώτη. και 529 οπλίτες τραυματίες 107 αξιωματικοί και 2.737 οπλίτες από Τουρκικής πλευράς με βάση επίσημες Τουρκικές πηγές οι απώλειες ήταν βαρύτατες υπερέβησαν σε νεκρούς, τραυματίες και αφανισθέντες τους 176 αξιωματικούς και τους 3.640 οπλίτες.

Παρόμοια υπήρξε η δράση του 43ου Συντάγματος Πεζικού σε όλη τη διάρκεια της Μικρασιατικής Εκστρατείας 1919 - 1922, γι’ αυτό η πολεμική Σημαία του τιμήθηκε με τον Ταξιάρχη Αριστείου Ανδρείας. Προτείνονται για προαγωγή ο Πλαστήρας, όπως και μετά την μάχη της Λίμνης των Μαρμάρων το 1920 και ο Τσαγγαρίδης για «ηρωική δράση».

ΟΙ ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ ΚΑΙ ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΕΣ ΕΞΕΛΙΞΕΙΣ ΣΤΗ ΜΙΚΡΑ ΑΣΙΑ ΤΟ 1921


ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΕΣ ΚΑΙ ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΕΣ ΕΞΕΛΙΞΕΙΣ ΣΤΗ ΜΙΚΡΑ ΑΣΙΑ ΑΠΟ ΤΟ 1921 ΕΩΣ ΤΟ 1922

Μετά την αποτυχία της Συνδιάσκεψης για την Ελλάδα συγκεκριμενοποιείται ως δίλημμα, στρατιωτικό και διπλωματικό ταυτόχρονα, η απόφαση για την περαιτέρω πορεία: προέλαση στο εσωτερικό ως την Άγκυρα, προκειμένου να πληγεί ο Κεμάλ στην εστία του ή άμυνα στη γραμμή της συνθήκης; Τελικά προκρίθηκε η επιθετική πολεμική τακτική για λόγους πολιτικούς. Το Μάιο του 1921 μετέβη στη Σμύρνη ο βασιλιάς Κωνσταντίνος με το επιτελείο του. Τον Ιούνιο έγινε σύσκεψη στο Κορδελιό που ρύθμισε τις τελευταίες λεπτομέρειες της επίθεσης, την ίδια εποχή που οι Σύμμαχοι πρότειναν αναστολή των επιχειρήσεων, πρόταση που απορρίφθηκε από την ελληνική πλευρά.

Έτσι, το καλοκαίρι του 1921 άρχισε η Ελληνική επίθεση από τέσσερα σημεία με απώτερο στόχο την κατάληψη της Άγκυρας. Ο Ελληνικός στρατός θα προχωρήσει ως την Κιουτάχεια, με την ελπίδα να περικυκλώσει εκεί τον Τουρκικό στρατό που αποσύρθηκε στα ενδότερα. Η σύσκεψη στην Κιουτάχεια υπό την προεδρία του Κωνσταντίνου θα αποφασίσει περαιτέρω προέλαση παρά τις αντίθετες υποδείξεις και συστάσεις. Ο Ελληνικός στρατός θα προχωρήσει και θα φτάσει ως το Σαγγάριο ποταμό. Η πολύνεκρη μάχη του Σαγγάριου ανέκοψε οριστικά την επιθετική πορεία του Ελληνικού στρατού, ο οποίος τελικά συμπτύχθηκε στη γραμμή Εσκί Σεχίρ - Κιουτάχεια - Αφιόν Καραχισάρ, όπου και θα καθηλωθεί για ένα χρόνο.

Ο Κεμάλ είχε καταφέρει να παρασύρει τους Έλληνες μακριά από τις πηγές ανεφοδιασμού τους κάνοντας όλο και πιο εύθραυστο το μέτωπό τους σε περίπτωση επίθεσης, ενώ το ηθικό του στρατού, καθηλωμένου στον άξενο τόπο, ήταν προφανές ότι θα αποδυναμωνόταν. Τον Οκτώβριο του 1921 ο Δημήτριος Γούναρης ξεκινά περιοδεία στις Ευρωπαϊκές πρωτεύουσες με σκοπό να εξασφαλίσει τη σύναψη δανείου και να συμβάλει στη σύγκληση συνδιάσκεψης, προκειμένου να εξευρεθεί πλέον ειρηνικός διακανονισμός. Η Γαλλία είναι ολοένα και περισσότερο αντίθετη με κάθε Ελληνική προσπάθεια, η Αγγλία απλώς πιο συναινετική.



Ο ίδιος ο Κεμάλ, σε θέση ισχύος πια, προτείνει τη σύναψη ειρήνης αλλά μόνο με τους όρους να αποδοθεί η Σμύρνη στην Τουρκία, να αποκτήσει η Θράκη τοπική αυτονομία και να καταβληθεί πολεμική αποζημίωση. Η Ελληνική κυβέρνηση απορρίπτει τους όρους αυτούς και ο πόλεμος συνεχίζεται.Το Μάρτιο του 1922 συγκλήθηκε νέα Διασυμμαχική Συνδιάσκεψη στο Παρίσι, όπου δεν έγινε άλλο από το να συμπληρωθεί το ήδη σαφές στρατιωτικό αδιέξοδο του Μικρασιατικού Ζητήματος και με διπλωματικό. Οι αντιπρόσωποι των Συμμάχων πρότειναν και στις δυο πλευρές όρους, προκειμένου να οδηγηθεί το όλο ζήτημα σε οριστική διευθέτηση και σύγκληση συνδιάσκεψης για τους όρους της ειρήνης.

Οι προτάσεις των Συμμάχων αφαιρούσαν στην ουσία από την Ελλάδα όλα τα κέρδη της συνθήκης των Σεβρών, ενώ η τύχη των Ελληνικών πληθυσμών της Μικρασίας έμοιαζε επισφαλής. Σε κάθε περίπτωση η άρνηση του Κεμάλ ακόμα και για τη διαδικασία της μεσολάβησης έλυσε το όποιο δίλημμα αποδοχής των συμμαχικών προτάσεων για την ελληνική κυβέρνηση. Το καλοκαίρι πλέον του 1922 η Ελληνική πλευρά θα προσανατολιστεί σε δύο απεγνωσμένες πρωτοβουλίες:

Η πρώτη στόχευε στη δημιουργία υπό την υψηλή Τουρκική επικυριαρχία αυτόνομου Μικρασιατικού κράτους με κέντρο τη Σμύρνη, εδραιωμένου στη βάση της ισότιμης συνεργασίας Χριστιανών και Μουσουλμάνων.
Η δεύτερη ήταν πρόταση κατάληψης της Κωνσταντινούπολης ως μέσου πίεσης στην Άγκυρα. Η δεύτερη πρόταση συνάντησε την κατηγορηματική άρνηση των Συμμάχων, ενώ για την πρώτη ήταν πια πολύ αργά, αφού ο Κεμάλ, κυρίαρχος του παιχνιδιού, προσανατολιζόταν σε επίθεση που θα κατατρόπωνε τον Ελληνικό στρατό.

Η ΚΑΤΑΡΕΥΣΗ ΤΟΥ ΜΕΤΩΠΟΥ

Οι Τούρκοι άρχισαν να αντιμετωπίζουν την περίπτωση επίθεσης στο μέτωπο του Ελληνικού στρατού από το Μάιο του 1922, γνωρίζοντας πλέον την κατάσταση του ηθικού του Ελληνικού στρατού. Τον Ιούλιο, οι πληροφορίες για μεταφορά στρατευμάτων στη Θράκη και οι φήμες για ενδεχόμενη σύμπτυξη του Ελληνικού στρατού στη ζώνη της συνθήκης των Σεβρών προσανατόλισαν τον Κεμάλ και τους συμβούλους του στην επίσπευση της επίθεσης, η οποία γρήγορα καθορίστηκε για τις 13 Αυγούστου.

Πράγματι, ύστερα από μια σειρά παραπλανητικών επιθετικών ενεργειών στις 6 και 11 Αυγούστου κι ενώ η Ελληνική Διοίκηση, υποτιμώντας τις πληροφορίες που είχε για τη σχεδιαζόμενη επίθεση, δεν έλαβε τα κατάλληλα μέτρα, την αυγή της 13ης Αυγούστου άρχισε η Τουρκική επίθεση με σφοδρό κανονιοβολισμό. Μέσα στις επόμενες μέρες το μέτωπο διασπάστηκε και άρχισε η υποχώρηση και η σύμπτυξη των Ελληνικών δυνάμεων προς τα παράλια. Το στρατό ακολουθούσαν οι Ελληνικοί πληθυσμοί και οι Αρμένιοι από τις περιοχές που εγκαταλείπονταν στα χέρια των Τούρκων.

Οι μεραρχίες του Α' και Β' Σώματος Στρατού έφτασαν άλλες ασύντακτες και άλλες συνταγμένες στον Τσεσμέ, από όπου επιβιβάστηκαν προς τα νησιά μέχρι τις 3 Σεπτεμβρίου. Ως οπισθοφυλακή όλων ορίστηκε το απόσπασμα του Νικόλαου Πλαστήρα, ενισχυμένο από το 3ο Σύνταγμα Ιππικού, εντεταλμένο να επιβραδύνει την προέλαση του εχθρού. Η Ανεξάρτητη Μεραρχία πραγματοποίησε έναν εξαιρετικό άθλο, διανύοντας σε 15 μέρες 600 χιλιόμετρα σε χώρα εχθρική κι ενώ βαλλόταν συνεχώς από το Τουρκικό ιππικό και τους κατοίκους.

Έφτασε όμως στο Δικελί σώζοντας τους Έλληνες και τους Αρμένιους της περιοχής και στις 31 Αυγούστου είχε περάσει στη Μυτιλήνη. Τέλος, το Γ' Σώμα κατάφερε να φτάσει στα λιμάνια της Πανόρμου και της Κυζίκου και να επιβιβαστεί με τάξη. Πολλοί ήταν οι νεκροί της Εκστρατείας, ενώ τραγική τύχη περίμενε τους στρατιώτες που έπεσαν ως αιχμάλωτοι στα χέρια των Τούρκων.

Η ΚΑΤΑΔΙΚΗ ΤΟΥ ΠΡΙΓΚΙΠΑ ΑΝΔΡΕΑ

Ο γιος του Βασιλιά Γεωργίου, Πρίγκιπας Ανδρέας, έλαβε μέρος στην Μικρασιατική εκστρατεία αρχικά με τον βαθμό του υποστράτηγου, ως διοικητής της XII Μεραρχίας. Τον Ιούλιο του 1921 ανέλαβε την διοίκηση του Β' Σ.Σ, αντικαθιστώντας τον Αρ. Βλαχόπουλο. Κατά τη διάρκεια της εκστρατείας του Σαγγάριου, ο ''βασιλόπαις'' ήρθε σε σύγκρουση με τον αρχιστράτηγο Παπούλα, επειδή συχνά αγνοούσε τις διαταγές κι ενεργούσε αυθαίρετα. Συγκεκριμένα, όταν το Ελληνικό στράτευμα επρόκειτο να ανεφοδιαστεί στο Καλέ Γκρότο (27 Αυγούστου 1921).

Το μεν Γ΄ Σ.Σ διατάχθηκε να αμυνθεί ''μέχρις εσχάτων'', το δε Β' Σ.Σ να ενεργήσει μετακίνηση προς εκτέλεση αντεπίθεσης αμέσως μόλις εκδηλωνόταν η εχθρική επίθεση. Αλλά ο ''βασιλόπαις'' παράκουσε και ενήργησε αυτόβουλα - πράγμα για το οποίο αργότερα παραπέμφθηκε σε δίκη. Αντί να ενεργήσει σύμφωνα με τις διαταγές, μετακίνησε τις δυνάμεις του πίσω από το Γ' Σ.Σ αφήνοντας ακάλυπτα τα πλευρά και τα νώτα του Α' Σ.Σ. Δεν ήταν βέβαια η πρώτη φορά που ο Ανδρέας ερχόταν σε σύγκρουση με τον αρχιστράτηγο Παπούλα, ώστε κάποια στιγμή η αντικατάστασή του στη διοίκηση του Β. Σ.Σ κρίθηκε επιβεβλημένη.

Πράγματι, αντικαταστήθηκε από τον υποστράτηγο Τρικούπη. Όταν ο Θ. Πάγκαλος ανέλαβε την προεδρία της ανακριτικής επιτροπής για την απόδοσης των ευθυνών σχετικά με την ήττα στην Μικρά Ασία, κατά την διάρκεια του κινήματος του Ν. Πλαστήρα, διέταξε τον συνταγματάρχη Χ. Λούφα να συλλάβει τον Ανδρέα, που τότε βρισκόταν στην Κέρκυρα. Στις 13 Οκτωβρίου 1922 ο Πρίγκιπας μεταφέρθηκε στο ανάκτορο του Γεωργίου, όπου άνδρες της επανάστασης τον φρουρούσαν σε συνθήκες πλήρους απομόνωσης μέχρι την διεξαγωγή της δίκης.

Στις 19 Νοεμβρίου προσήλθε συνοδευόμενος από τον δικηγόρο του Δ. Δαμασκηνό -μια εξέχουσα νομική προσωπικότητα της εποχής εκείνης- και δικάστηκε για ανυπακοή εκτέλεσης διαταγής ενώπιον εχθρικής απειλής. Η καταδικαστική απόφαση ελήφθη αυθημερόν και παμψηφεί: καθαίρεση και ισόβια εξορία. Σύμφωνα με την ρήση του προέδρου του δικαστηρίου, στρατηγό Ν. Βλαχόπουλο, γλίτωσε την εκτέλεση επειδή του αναγνωρίστηκε ως ελαφρυντικό η διοικητική απειρία ανωτέρων μονάδων. Ο ίδιος ο Πάγκαλος παρέλαβε τον Ανδρέα και την σύζυγό του από το σπίτι του αντιστράτηγου Πάλλη, όπου διέμενε μετά την έκβαση της δίκης, τους μετέφερε στο Φάληρο και τους παρέδωσε στον πλοίαρχο Τζέραλντ Τάλμποτ του αντιτορπιλικού ''Καλυψώ''.



Στη συνέχεια παρελήφθησαν τα παιδιά τους από την Κέρκυρα και ελλιμενίστηκαν στο Πρίντιζι της Ιταλίας. Από εκεί κατευθύνθηκαν προς το Παρίσι σιδηροδρομικά, για να καταλήξουν στο Λονδίνο. Με την ιδιότητα του απλού πολίτη, στις 21 Δεκεμβρίου 1921, έστειλε επιστολή προς τον Ιωάννη Μεταξά, όπου εξέφραζε την πικρία του από τους Έλληνες και ευχόταν να νικήσουν οι δυνάμεις του Κεμάλ προκειμένου να τιμωρηθούν οι Βενιζελικοί Μικρασιάτες.

Την υπόλοιπη ζωή του την πέρασε στο Μόντε Κάρλο, όπου είχε καταφύγει και ο Αριστείδης Στεργιάδης, Ύπατος Αρμοστής της Σμύρνης για το διάστημα 1919 - 1922 -μια προσωπική ατυχής επιλογή του Ελευθέριου Βενιζέλου. Στο διάστημα της Γερμανικής κατοχής στην Γαλλία οι Γερμανοί βολιδοσκόπησαν την πιθανότητα να τον "διορίσουν" Βασιλιά της Ελλάδας, αλλά ο ίδιος αρνήθηκε. Πέθανε από καρδιακή πάθηση τον Δεκέμβριο του 1944.

ΧΑΡΤΕΣ





www.fotavgeia.blogspot.com

Δεν υπάρχουν σχόλια: